Η κρίση του καπιταλισμού έχει τις ρίζες της στην υπερσυσσώρευση της δεκαετίας του 2000 και την κατάρρευση της κερδοφορίας πολύ πριν το 2008 όταν εκδηλώθηκε η χρηματοπιστωτική κρίση σαν άμεσο αποτέλεσμα της υπερσυσσώρευσης. Το κεφάλαιο μετακινήθηκε από την «πραγματική» οικονομία, την παραγωγή, σε χρηματοπιστωτικούς κλάδους στους οποίους το κέρδος φαινόταν εύκολο και μπορούσε να πραγματοποιηθεί μέσα σε λίγες μέρες αντί να υποβληθεί στη βάσανο της εμπορευματικής παραγωγής και κυκλοφορίας. Οι ΗΠΑ εφαρμόζουν μια επεκτατική πολιτική με αποτέλεσμα την προσωρινή ανάκαμψη ενώ η Γερμανία εφαρμόζει περιοριστική πολιτική με αποτέλεσμα να βρίσκεται σε ύφεση. Το γεγονός ότι η επεκτατική πολιτική των ΗΠΑ θα έχει μόνον βραχυχρόνια αποτελέσματα είναι αυτονόητο εφόσον η κρίση προέρχεται από την πτώση στην κερδοφορία του κεφαλαίου. Η Γερμανική πολιτική που επιχειρείται να φορεθεί σαν ζουρλομανδύας σε όλες τις χώρες της ΕΕ έχει, φυσικά, καταστρεπτικά αποτελέσματα όπως βλέπουμε στην Ελλάδα. Η απώλεια ¼ του ΑΕΠ έχει φέρει το χρέος σαν ποσοστό σε επίπεδα σημαντικά ανώτερα του 2008, όχι μικρότερα με αποτέλεσμα η λεγόμενη «δημοσιονομική προσαρμογή» να μην έχει φέρει κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα πέρα από ένα αμφισβητούμενο πρωτογενές πλεόνασμα στον προϋπολογισμό.
Όποια κυβέρνηση κι’ αν εκλεγεί και οποτεδήποτε γίνουν εκλογές δεν πρόκειται ν’ αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά το χρέος. Οι λεγόμενες «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις» είναι περιφερειακό ζήτημα και δεν μπορούν να αναστρέψουν ούτε την δομική κρίση ούτε ν’ αυξήσουν τα δημόσια έσοδα ή να αυξήσουν τις παραγωγικές επενδύσεις και την απασχόληση. Η ελληνική οικονομία είναι πρακτικά κατεστραμμένη, χωρίς παραγωγικό ιστό και παραγωγική βάση μετά την καταστροφική παγκόσμια κρίση του 2008 και τα άγρια μέτρα λιτότητας που εφάρμοσαν οι κυβερνήσεις της. Την συσσώρευση του χρέους την αποδίδουν πολλοί στην δεκαετία του 1980 από το ΠΑΣΟΚ. Χωρίς αυτό να είναι λάθος είναι αποτέλεσμα και όχι αίτιο. Η παραγωγική βάση της Ελληνικής οικονομίας άρχισε να καταστρέφεται ήδη απ’ το 1973 μετά την πρώτη πετρελαϊκή κρίση, όταν η Ελληνική οικονομία έχασε την ανταγωνιστικότητά της στις παγκόσμιες αγορές και παραδοσιακοί τομείς της βιομηχανίας όπως η υφαντουργία κατέρρευσαν. Σαν ποσοστό του ΑΕΠ, ο Ελληνικός δημόσιος τομέας βρίσκεται κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ και επομένως δεν μπορεί να στέκει το επιχείρημα ότι το χρέος συσσωρεύτηκε για να εξυπηρετηθεί το πελατειακό κράτος και να αυξηθεί αθρόα ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων. Ο ίδιος ο παραγωγικός μηχανισμός δεν μπορούσε ν’ απορροφήσει τα κεφάλαια των δανείων εφόσον είχε ήδη χαθεί η ανταγωνιστικότητα του Ελληνικού καπιταλισμού. Η αστική τάξη σε αγαστή συνεργασία με το τραπεζιτικό κεφάλαιο και τον κρατικό μηχανισμό διασπάθισαν αυτά τα κεφάλαια και τα μετέτρεψαν σε καταθέσεις και υπερκατανάλωση αγαθών πολυτελείας. Ταυτόχρονα το κράτος έπρεπε να συνεχίσει να πληρώνει τεράστια ποσά για την εξόφληση τόκων, χρεολυσίων και ληξιπρόθεσμων δανείων. Η κρατικοδίαιτη αστική τάξη, επομένως, είναι πάνω απ’ όλα υπεύθυνη για την σημερινή κρίση τόσο στον παραγωγικό τομέα όσο και στον τομέα του χρέους.
«Βλέπουμε εδώ παραστατικά πως περιπλέκονται και γίνονται ένα στην εποχή του χρηματιστικού κεφαλαίου τα ιδιωτικά και τα κρατικά μονοπώλια, πως και τα πρώτα και τα δεύτερα αποτελούν στην πραγματικότητα απλώς χωριστούς κρίκους του ιμπεριαλιστικού αγώνα που γίνεται για ανάμεσα στους μεγαλύτερους μονοπωλητές για το μοίρασμα του κόσμου» (Β. Ι. Λένιν, «Ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού», Άπαντα τόμος 27, σελ. 373).
Στη δεκαετία του 2000, το τραπεζιτικό κεφάλαιο βρήκε πολύ επικερδές να παρέχει αθρόα δάνεια και ν’ αποκομίζει εύκολα κέρδη σε μια οικονομία στην οποία η παραγωγική βάση είχε ήδη υποχωρήσει. Η αθρόα πιστωτική επέκταση συνεχίστηκε ακόμη και το 2009 και ανακόπηκε μόλις το 2010! Σαν αποτέλεσμα ο τραπεζικός τομέας έχει συσσωρεύσει πάνω από 90 δις επισφαλών δανείων, με συνέπεια η διατήρησή του στη ζωή να απαιτήσει την παρέμβαση της ΕΚΤ –τόσο για να πληρωθούν οι δανειακές υποχρεώσεις του χρέους όσο και για να εξασφαλισθεί η ρευστότητα, δηλαδή η ζωή, του τραπεζικού τομέα. Αντί να περάσει το τραπεζικό σύστημα κάτω από κρατικό έλεγχο και αυστηρή διαχείριση οι τράπεζες διασώθηκαν και αφέθηκαν ελεύθερες να κάνουν τις ίδιες λανθασμένες επιλογές που έκαναν και στο παρελθόν.
Στο ζήτημα των επισφαλών δανείων δεν μπορεί να υπάρξει καμιά λύση όσο οι τράπεζες παραμένουν σε ιδιωτικά χέρια και μάλιστα δημοσιεύουν κέρδη! Η κρατικοποίηση του τραπεζικού συστήματος και η διαχείριση των επισφαλών δανείων είναι πλέον φανερό ότι είναι απόλυτη προτεραιότητα ανεξάρτητα απ’ το ποια κυβέρνηση βρίσκεται στην εξουσία. Μαζί με την άγρια φορολόγηση τα νοικοκυριά έχουν εξαντλήσει κάθε δυνατότητα ρευστότητα οφείλοντας τεράστια συσσωρευμένα ποσά στις τράπεζες. Το δημόσιο αδυνατεί, προφανώς, να εισπράξει ληξιπρόθεσμες οφειλές και συνεχίζει την ίδια πολιτική λιτότητας που το ίδιο το ΔΝΤ έχει χαρακτηρίσει λαθεμένη και αναποτελεσματική.
«Επειδή το δημόσιο χρέος στηρίζεται στα κρατικά έσοδα, πού οφείλουν να καλύπτουν τις χρονιάτικες τοκοχρεωλυτικές κλπ. πληρωμές, το σύγχρονο φορολογικό σύστημα έγινε αναγκαίο συμπλήρωμα του συστήματος των εθνικών δανείων. Τα δάνεια δίνουν τη δυνατότητα στην κυβέρνηση ν' αντεπεξέρχεται σε έκτακτα έξοδα, χωρίς να γίνεται αυτό αμέσως αισθητό στον φορολογούμενο, μετά όμως απαιτούν αυξημένους φόρους. Από την άλλη μεριά, η αύξηση των φόρων, πού προκλήθηκε με τη συσσώρευση απανωτών δανείων, αναγκάζει την κυβέρνηση σέ κάθε περίπτωση καινούργιων έκτακτων εξόδων να καταφεύγει διαρκώς σε καινούργια δάνεια. Ετσι, το σύγχρονο φορολογικό σύστημα, που άξονας του είναι οι φόροι στα πιο αναγκαία μέσα συντήρησης (επομένως και το ακρίβαιμά τους), κρύβει μέσα του το σπέρμα της αυτόματης προοδευτικής αύξησης. Η υπερφορολόγηση δεν είναι επεισόδιο, αλλά μάλλον αρχή. » (Κ. Μαρξ, Κεφάλαιο, Ι, σελ. 781).
Η εφαρμογή παρόμοιων πολιτικών στην υπόλοιπη ΕΕ κάτω από την Γερμανική καθοδήγηση της κ. Μέρκελ, δεν μπορεί παρά να οδηγήσει σε περαιτέρω αδιέξοδα και την ίδια την κατάρρευση, τελικά, της νομισματικής ένωσης και της ευρωζώνης. Για την Γερμανική πλευρά είναι μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα: Μια επεκτατική δημοσιονομική ή νομισματική πολιτική έχει μόνον προσωρινά αποτέλεσμα και είναι πληθωριστική. Η σημερινή πολιτική λιτότητας δεν οδηγεί σε ανάκαμψη γιατί τα περιθώρια κερδοφορίας του κεφαλαίου είναι ανύπαρκτα. Αν δεν υπάρξουν νέες αγορές που να μπορούν ν’ απορροφήσουν τα Ευρωπαϊκά (Γερμανικά) προϊόντα ο Ευρωπαϊκός καπιταλισμός δεν μπορεί να ανακάμψει. Αλλά αυτή η δυνατότητα καλύπτεται ήδη από τον ανερχόμενο Ασιατικό καπιταλισμό της Κίνας και της Σιγκαπούρης. Η σύγκρουση των ιμπεριαλιστών δεν μπορεί παρά να οδηγεί, με μαθηματική ακρίβεια, στις εντάσεις και τον πόλεμο, όπως γίνεται στην Ουκρανία και στην Μ. Ανατολή. Όπως πάντα στην ιστορία ο πόλεμος γίνεται η μόνη διέξοδος του ιμπεριαλισμού.
«Το 1907 υπογράφηκε συμφωνία για το μοίρασμα του κόσμου μεταξύ των δύο τραστ στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας (αποτέλεσμα της συγκέντρωσης, ή με συμμετοχή, ή με εξαγορά, ή με πτώχευση του ανταγωνισμού), του γερμανικού AEG και του αμερικανικού General Electric. Το μοίρασμα ήταν γεωγραφικό και περιελάμβανε την συνεργασία στον τομέα της έρευνας και της πείρας. «Το μοίρασμα όμως του κόσμου ανάμεσα σε δύο ισχυρά τραστ δεν αποκλείει φυσικά το ξαναμοίρασμα, αν αλλάξει ο συσχετισμός δυνάμεων, λόγω της ανισομετρίας της ανάπτυξης, των πολέμων, των χρεοκοπιών, κλπ» (Β.Ι. Λένιν, Ιμπεριαλισμός…, Άπαντα, τόμος 27, σελ. 373).
Η άνοδος του Ρώσικου και Ασιατικού καπιταλισμού έφερε στην ημερήσια διάταξη το ζήτημα του ξαναμοιράσματος των σφαιρών επιρροής και της κατανομής της παγκόσμιας υπεραξίας ανάμεσα στους καπιταλιστές. Γι’ αυτό ακριβώς και η κατάρρευση της ΕΣΣΔ το 1989 δεν έφερε το «τέλος της ιστορίας» αλλά αντίθετα την αρχή μιας νέας πιο τραγικής και επικίνδυνης. Αυτή η αναδιανομή δεν μπορεί να γίνει ειρηνικά όταν ο Αμερικάνικος και Ευρωπαϊκός ιμπεριαλισμός είναι σε κρίση ενώ αντίθετα βρίσκονται σε άνοδο οι αντίπαλοί τους. Με την εργατική τάξη στο περιθώριο και με την απουσία μιας παγκόσμιας επαναστατικής πρωτοπορίας, οι εξελίξεις αυτές δεν μπορεί παρά να είναι αρνητικές για το προλεταριάτο. Η κρίση της σοσιαλδημοκρατίας και της ψευτο-αριστεράς (ιδιαίτερα της Σταλινικής) που δεν έχει μεταφρασθεί σε ενίσχυση των εργατικών κομμάτων, όπου υπάρχουν, κάνει τα πράγματα πολύ δυσκολότερα για τα λαϊκά στρώματα. Σήμερα ακριβώς είναι μια περίοδος στην οποία η οικοδόμηση του παγκόσμιου κόμματος της σοσιαλιστικής επανάστασης με βάση το Μεταβατικό Πρόγραμμα είναι πιο επιτακτική παρά ποτέ. Αλλά ενώ υπάρχουν όλες οι αντικειμενικές προϋποθέσεις ο υποκειμενικός παράγοντας, δηλ. η εμβέλεια της επαναστατικής αριστεράς είναι περιορισμένη και κατά κανόνα ο σεχταρισμός επιδεινώνει αυτή την κατάσταση.
Τόσο στην Ελλάδα όσο και στα μητροπολιτικά κέντρα του καπιταλισμού η επαναστατική αριστερά διατηρεί την αφωνία της και την έλλειψη καθημερινής παρέμβασης ώστε να πυκνώσει τις τάξεις της με στελέχη απ’ το εργατικό κίνημα. Οι εύκολες λύσεις της παλιάς ή νέας σοσιαλδημοκρατίας κερδίζουν, φυσικά, έδαφος. Το ζήτημα είναι, επομένως, η προσέγγιση των μαζών που ακολουθούν την παλιά ή νέα σοσιαλδημοκρατία και τα σταλινικά κόμματα καθώς επίσης και των μαζών στα συνδικάτα και τις συνδικαλιστικές ενώσεις.
Η ιστορία μας έχει δείξει ότι για την 4η Διεθνή αυτό δεν είναι ένα εύκολο καθήκον, όπως άλλωστε δεν είναι ένα εύκολο καθήκον για κανένα κόμμα της επαναστατικής αριστεράς. Τόσο η ανεξάρτητη δράση (που οδήγησε στον σεχταρισμό και την απομόνωση απ’ τις μάζες) όσο και ο εισοδισμός απέτυχαν να ενδυναμώσουν τις τάξεις μας. Η σύνδεση με ορισμένες οιωνεί-βοναπαρτιστικές κυβερνήσεις (όπως στην Βενεζουέλα) επίσης δεν έχουν κανένα αποτέλεσμα σε παγκόσμιο επίπεδο. Από πολλές απόψεις η 4η Διεθνής εξακολουθεί να βρίσκεται στην κατάσταση που βρισκόταν στις αρχές της δεκαετίας του 1950 –χωρίς να έχει ξεκαθαρίσει βασικές θέσεις, χωρίς να έχει μαζικότητα και βλέποντας τον καπιταλισμό να γιγαντώνεται αντί να καταρρέει πραγματικά. Αν και η επανάσταση σε πολλά μέρη του πλανήτη είναι στην ημερήσια διάταξη δεν υπάρχει η επαναστατική ηγεσία που θα την οδηγήσει στην νίκη όπως το 1917. Η πραγματική κατάρρευση του καπιταλισμού δεν μπορεί να γίνει αν πρώτα το εργατικό κίνημα δεν οδηγηθεί σε αδιάκοπη πάλη κάτω από μια επαναστατική ηγεσία. Μόνον σήμερα μπορούμε να δούμε πραγματικά την ζημιά που επέφερε ο Σταλινισμός. Αντί το ζητούμενο να είναι η πολιτική επανάσταση στις μητροπόλεις, το ζήτημα εξακολουθεί να είναι η κοινωνική, η σοσιαλιστική επανάσταση. Ο Σταλινισμός, επομένως, γύρισε την ανθρωπότητα στην εποχή του Μαρξ και του Ένγκελς, από πολιτική άποψη και σε ότι αφορά τα συμφέροντα του προλεταριάτου.
Το έργο που έχουν μπροστά τους οι οργανώσεις της 4ης Διεθνούς είναι πραγματικά τιτάνιο. Η οικοδόμηση τμημάτων στην Αν. Ευρώπη και την Ρωσία φαίνεται να έχει πρωταρχική σημασία εφόσον οι μάζες έχουν ζωντανή ακόμα την ανάμνηση στοιχείων του εργατικού κράτους. Αν οι εξελίξεις αυτές μπορούν ή όχι να γιγαντώσουν τα υπόλοιπα Ευρωπαϊκά τμήματα απομένει, φυσικά, να το δούμε. Στην Ελλάδα η νέα σοσιαλδημοκρατία (ΣΥΡΙΖΑ) κερδίζει τις μάζες, σε αντιπαράθεση με το ΚΚΕ και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ που στέκονται πέρα και μακριά απ’ τις εξελίξεις. Η μαζικοποίησή τους θα ήταν ευχής έργο αλλά ο σεχταρισμός έχει, δυστυχώς, κοντά ποδάρια. Αν οι μάζες, ριζοσπαστικοποιημένες απ’ την κρίση και την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ, μπορούν να κερδηθούν σ’ ένα επαναστατικό πρόγραμμα αυτό απομένει επίσης να το δούμε αν ενισχυθεί η επαναστατική αριστερά που συμμετέχει στον ΣΥΡΙΖΑ. Η εναλλακτική είναι, φυσικά, η νεοναζιστική «Χρυσή Αυγή» ή μια συντηρητική κυβέρνηση μετά από μια ενδεχόμενη «αριστερή παρένθεση» διακυβέρνησης και αποτυχίας του ΣΥΡΙΖΑ. Η επαναστατική αριστερά, εντός κι’ εκτός ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να είναι προετοιμασμένη για τέτοιες εξελίξεις. Να παλέψει πάνω απ’ όλα για εργατικό έλεγχο και λαϊκή συμμετοχή στις δυνατότητες που θα άνοιγε μια κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Ο κίνδυνος να πέσει μια ενδεχόμενη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, για τον οποιονδήποτε λόγο, πρέπει να αντιμετωπισθεί από το εργατικό κίνημα και την επαναστατική αριστερά με το αίτημα για Συντακτική Συνέλευση και μια νέα κυβέρνηση με πρόγραμμα τα αιτήματα του εργατικού κινήματος, όπως η διαγραφή του χρέους, η κρατικοποίηση του τραπεζικού συστήματος χωρίς αποζημίωση κάτω από εργατικό έλεγχο και η παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας. Οι εξελίξεις αυτές δεν μπορούν ν’ αφήσουν αδιάφορη την ΑΝΤΑΡΣΥΑ ή το ΚΚΕ. Σε τέτοιες πρωτοβουλίες, με τα σημερινά δεδομένα, αναγκαστικά θα είμαστε μειοψηφία. Αλλά μια μειοψηφία μπορεί να γίνει πλειοψηφία αν διαβάσει σωστά τα δεδομένα και ανταποκριθεί στις ανάγκες ευρύτερων μαζών για μια καλύτερη ζωή. Εκεί ακριβώς βρίσκεται και το στοίχημα της επαναστατικής αριστεράς σήμερα.