Όπως γράφει η Σύνταξη της ΚΟΜΕΠ:
«Αντίθετα, η παρέμβαση του ΚΚΕ εστιάζει στα θεμελιώδη εκείνα ζητήματα από τα οποία καθορίζεται πραγματικά η ζωή των εργαζομένων. Αναδεικνύει την αναγκαιότητα σφυρηλάτησης του αντικαπιταλιστικού-αντιμονοπωλιακού προσανατολισμού της Λαϊκής Συμμαχίας. Η παρέμβαση αυτή στοχεύει στην αντιμετώπιση της μοιρολατρίας, των μειωμένων απαιτήσεων, του αφοπλισμού της εργατικής-λαϊκής πάλης. Το ΚΚΕ προβάλλει ότι η αναγκαιότητα της πάλης για την ανάκτηση των εργατικών-λαϊκών απωλειών δεν υποτάσσεται στη συναίνεση της εργατικής-λαϊκής πάλης απέναντι σε κάποια από τις μορφές της αστικής διαχείρισης. Έχει πολιτική αυτοτέλεια και συνδέεται με την πάλη για ν’ αλλάξει ο συσχετισμός δυνάμεων, ν’ ανοίξει ο δρόμος για την ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών.» (2014, τεύχος 6).
Μόνον το ΚΚΕ ξέρει το νόημα του «αντικαπιταλιστικού – αντιμονοπωλιακού» προσανατολισμού της Λαϊκής Συμμαχίας. Υπάρχει στην εποχή του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού κάτι διαφορετικό στον αντιμονοπωλιακό προσανατολισμό που δεν υπάρχει στον αντικαπιταλιστικό; Δεν έχει γενικευθεί η μετάβαση από τον καπιταλισμό του ανταγωνισμού στον καπιταλισμό των μονοπωλιακών ομίλων και της συγχώνευσης του βιομηχανικού και τραπεζιτικού κεφαλαίου; Αυθαίρετα αντικαταστάθηκε το πρώην αντικαπιταλιστικό – αντιιμπεριαλιστικό μέτωπο με το αντικαπιταλιστικό – αντιμονοπωλιακό προσανατολισμό και το ΑΑΔΜ με την Λαϊκή Συμμαχία.
Διαβάζουμε ότι «η αναγκαιότητα της πάλης για την ανάκτηση των εργατικών-λαϊκών απωλειών» έχει «πολιτική αυτοτέλεια και συνδέεται με την πάλη για ν’ αλλάξει ο συσχετισμός δυνάμεων». Πως εκφράζεται η «πολιτική αυτοτέλεια»; Μονοπωλείται από το ΚΚΕ ή είναι ακριβώς το ζητούμενο του ενιαίου μετώπου των εργαζομένων; Σημαίνει αυτό ότι οι αγώνες των εργαζομένων δεν μπορούν να μπαίνουν στο τραπέζι σαν διαπραγματευτικά όπλα στους εκλογικούς συσχετισμούς; Αυτή είναι μια πολύ αφελής προσέγγιση τόσο στην πολιτική όσο και στο βάθεμα της οικονομικής κρίσης του καπιταλισμού.
Από μόνοι τους οι αγώνες της εργατικής τάξης δεν έχουν κατ’ αρχήν καμιά πολιτική αυτοτέλεια, είναι καθαρά οικονομικοί αγώνες εκτός και αν εντάσσονται σε ένα ευρύτερο πολιτικό πλαίσιο, πράγμα για το οποίο είναι απαραίτητη η οργάνωση της εργατικής τάξης ή τουλάχιστον της πρωτοπορίας της σε ένα επαναστατικό κόμμα. Αλλά το επαναστατικό κόμμα με την σειρά του, για να αλλάξει τον «συσχετισμό δυνάμεων» δεν μπορεί να το κάνει χωρίς να προτείνει μεταβατικά προγραμματικά μέτρα και μια κυβέρνηση των εργαζομένων. Κάθε άλλη επιλογή είναι στην ουσία της σεχταριστική και αναχωρητική. Περιμένει ν’ αλλάξει ο συσχετισμός δυνάμεων χωρίς να καταλαβαίνει πως έχει ήδη αλλάξει με το βάθεμα της κρίσης του καπιταλισμού και πως ευρύτερα κοινωνικά στρώματα έχουν ήδη ριζοσπαστικοποιηθεί.
Πως είναι δυνατόν «ν’ ανοίξει ο δρόμος για την ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών» χωρίς να έχει ανοίξει πρώτα ο δρόμος για το Ενιαίο Μέτωπο της εργατικής τάξης στη βάση; Χωρίς να έχει υλοποιηθεί η βασική αρχή του Ενιαίου Μετώπου ότι «χτυπάμε μαζί, βαδίζουμε χώρια»; Και αν ο «συσχετισμός δυνάμεων» δεν είναι σήμερα ευνοϊκός, στο χειρότερο σημείο της κρίσης του καπιταλισμού, πότε θα είναι;
Η Λαϊκή Συμμαχία υποτίθεται ότι είναι μια «παρέμβαση» (!) η οποία «στοχεύει στην αντιμετώπιση της μοιρολατρίας, των μειωμένων απαιτήσεων, του αφοπλισμού της εργατικής-λαϊκής πάλης». Που ακριβώς υπάρχει μοιρολατρία δεν το γνωρίζουμε. Για τον «αφοπλισμό της εργατικής-λαϊκής πάλης» η άποψή μας είναι ότι οι εναιαομετωπικές πρωτοβουλίες (που δεν είναι διαδικασίες κορυφής ή εκλογικές διαδικασίες) έχουν την δική τους αυτοτέλεια που κανείς δεν αρνείται –χωρίς όμως αυτό να σημαίνει αυτόματα ότι παράγουν πολιτικά αποτελέσματα. Το αν παράγουν ή όχι πολιτικά αποτελέσματα εξαρτάται από το ποια αιτήματα υπάρχουν και αν η πάλη έχει μαζικότητα και συνέχεια. Αφοπλίζουμε άραγε την εργατική πάλη όταν η λαϊκή συναίνεση δίνεται σε μέτωπα της αριστεράς ή της δίνουμε μια πολιτική διέξοδο; Λέμε στις μάζες να στηρίξουν άκριτα ένα κόμμα ή ένα συνασπισμό δυνάμεων ή αντίθετα τους λέμε με την πάλη τους να διευρύνουν τον ορίζοντα της πολιτικής αντιπαράθεσης και να τεθούν πιο προχωρημένα και πιο βαθειά αιτήματα στους αγώνες;
Εσκεμμένα το ΚΚΕ αγνοεί ορισμένα πράγματα. Ότι πχ δεν είναι δυνατόν η εργατική τάξη να κατακτήσει την εξουσία χωρίς η πρωτοπορία της, μοιρασμένη σε διαφορετικά κόμματα, να προχωρήσει σε συμμαχίες, άλλοτε πρόσκαιρες και άλλοτε πιο μόνιμες. Άλλοτε χρήσιμες και σταθερές και άλλοτε λιγότερο χρήσιμες και ασταθείς. Αλλά κανένας σύμμαχος, ασφαλώς, δεν περισσεύει. Αυτές οι συμμαχίες δεν έχουν, φυσικά, κανένα νόημα παρά μόνο αν γίνονται στη βάση και περιλαμβάνουν μεγάλα τμήματα της εργατικής τάξης. Δεν έχουν κανένα νόημα παρά μόνο αν γίνονται με βάση προγραμματικά αιτήματα τα οποία μπορούν ν’ αποτελέσουν αντικείμενο διαλόγου. Στην ουσία (α) τα αιτήματα πρέπει να είναι μεταβατικά αιτήματα που οδηγούν από την σημερινή κατάσταση στο αύριο της σοσιαλιστικής επανάστασης και (β) κάθε αίτημα, ακόμα και το παραμικρό είναι αδύνατο να πραγματοποιηθεί στη σημερινή κατάσταση και επομένως γίνεται αναγκαστικά ένα μεταβατικό αίτημα. Αυτό δεν σημαίνει ότι περιοριζόμαστε σε ένα μίνιμουμ πρόγραμμα όπως κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ. Σημαίνει όμως ότι τα αιτήματά μας είναι τέτοια ώστε: (α) Να δίνουν την σωστή προοπτική στους αγώνες της εργατικής τάξης και των συμμάχων της και (β) να δείχνουν πως η αστική διαχείριση και η ικανοποίησή τους στα πλαίσια του καπιταλισμού είναι αδύνατη. διαβάζουμε επίσης:
«Συστατικό στοιχείο της παρέμβασης του ΚΚΕ αποτελεί και η ανάδειξη της ουσίας των πολιτικών εξελίξεων και αντιπαραθέσεων υπό το πρίσμα των οικονομικών εξελίξεων που αποτελούν το γενικό υπέδαφος πάνω στο οποίο αναπτύσσονται. Η ανάδειξη αυτής της ουσίας είναι απαραίτητη για τη διατήρηση της πολιτικής ανεξαρτησίας του εργατικού κινήματος σε συνθήκες κατά τις οποίες αυξάνεται αντικειμενικά η πίεση πολιτικού ευνουχισμού του μέσω της στοίχισης πίσω από τον έναν ή τον άλλο πόλο της αστικής πολιτικής».
Και πάλι, ποια «πολιτική ανεξαρτησία» έχει το εργατικό κίνημα πέρα και έξω από πολιτικούς φορείς είναι άγνωστο. Η «διατήρηση της πολιτικής ανεξαρτησίας του εργατικού κινήματος» λανσάρεται πρώτη φορά από το ΚΚΕ και έχει, βέβαια, σαν σκοπό τον απομονωτισμό και τον αναχωρητισμό από τον μάταιο τούτο κόσμο. Όταν αλλάξει ο συσχετισμός δυνάμεων, όταν η εργατική τάξη και η «λαϊκή συμμαχία» υιοθετήσουν πέρα για πέρα τον σοσιαλισμό, όταν το 99% του λαού πιστέψει πως ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, τότε θα έχει έλθει πραγματικά το πλήρωμα του χρόνου και η σωτηρία σαν μάννα εξ’ ουρανού. Δηλαδή ποτέ.
Η σοσιαλδημοκρατία θα κάνει τα πάντα για να ποδηγετήσει το εργατικό κίνημα, να δημιουργήσει «συνθήκες κατά τις οποίες αυξάνεται αντικειμενικά η πίεση πολιτικού ευνουχισμού του μέσω της στοίχισης πίσω από τον έναν ή τον άλλο πόλο της αστικής πολιτικής». Αλλά από τον «ένα» μέχρι τον «άλλο» πόλο της αστικής πολιτικής η απόσταση μπορεί να είναι μεγάλη και επίσης μπορεί να μην είναι δεδομένο ότι έχουμε καν δυο πόλους της αστικής πολιτικής. Πρώτον, ο δεύτερος πόλος της αστικής πολιτικής μπορεί να είναι το ίδιο το ΚΚΕ που θέλει να μένει στο 5%. Δεύτερον, η ταξική φυσιογνωμία του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι καθόλου δεδομένη γιατί είναι ένα κόμμα που ανέβηκε εκλογικά σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα κάτω από την πίεση της κρίσης του καπιταλισμού και την διάλυση της παραδοσιακής σοσιαλδημοκρατίας. Αλλά ακόμη και με τα μίνιμουμ αιτήματά του έρχεται σε αντιπαράθεση με τον καπιταλισμό και την Ευρωπαϊκή αστική τάξη που δεν σταματά να τρομοκρατεί για διακοπή της χρηματοδότησης, απειλή της πολιτικής σταθερότητας κλπ. Αν το εργατικό κίνημα με την πάλη του, αντί να βρεθεί ευνουχισμένο από τον ΣΥΡΙΖΑ βρεθεί να θέτει ολοένα και πιο προχωρημένα αιτήματα αυτό θα είναι κακό; Το ερώτημα είναι ποια πρωτοπορία θα αναδειχθεί μέσα από το εργατικό κίνημα η οποία θα θέσει μεταβατικά προγραμματικά αιτήματα που ξεπερνούν την σημερινή ή την αυριανή πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ και οδηγούν σε μια κυβέρνηση των εργαζομένων.
«Ας σταθούμε για παράδειγμα στην αντιπαράθεση μεταξύ κυβέρνησης και ΣΥΡΙΖΑ στη ΔΕΘ, η οποία σημάδεψε και την επόμενη περίοδο. Εκεί αποδείχτηκε με τρανταχτό τρόπο ότι και οι δύο πόλοι αποδέχονται ως αναγκαία τα μέτρα απαξίωσης της εργατικής δύναμης που πάρθηκαν τα τελευταία χρόνια. Αυτή η αποδοχή κρύβεται τόσο πίσω από τις κυβερνητικές θριαμβολογίες περί «σωτηρίας της πατρίδας», όσο και πίσω από την απουσία κάθε υπόσχεσης άρσης του πυρήνα των μέτρων αυτών από το ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος μάλλον ανακουφισμένος δείχνει που αυτά τα μέτρα πέρασαν από κυβερνήσεις άλλων κομμάτων».
Ενώ το ΚΚΕ ενοχλήθηκε τόσο πολύ που αποφάσισε να κατεβάσει το ΠΑΜΕ στους δρόμους σε ανένδοτο ταξικό αγώνα με στόχο την ανατροπή του καπιταλισμού. Και ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ έχει τα μέτρα μπροστά του, όπως αποδεικνύεται τώρα και όχι πίσω του, το ΚΚΕ εμμένει στην ίδια πολιτική. Δεν υπάρχει φυσικά μεγαλύτερος φαρισαϊσμός. Δεν διαφωνούμε ότι «[ο]ι πράξεις του [ΣΥΡΙΖΑ] δείχνουν ότι έχει συνειδητοποιηθεί πως η «πρωτιά» στις αστικές εκλογές κρίνεται σε μεγάλο βαθμό στα σαλόνια των καπιταλιστών. Εκεί παίζεται το μεγάλο «παιχνίδι», εκεί δίνει εξετάσεις ο ΣΥΡΙΖΑ.» Δεν διαφωνούμε ότι η ηγετική ομάδα έχει το δικό της πρόγραμμα όπως άλλωστε και το πρόγραμμα της ηγεσίας του ΚΚΕ είναι να παραμένει μόνιμα στο 5%. Δεν μπορούμε να επηρεάσουμε τις ηγετικές ομάδες στην ροπή τους προς τον ρεφορμισμό ή τον οπορτουνισμό και την άρνηση του σοσιαλισμού ή της πάλης της εργατικής τάξης. Αυτά βρίσκονται έξω από τις δικές μας δυνατότητες. Είναι, ωστόσο, μέσα στις δικές μας δυνατότητες να αγωνιζόμαστε για να δείχνουμε στην εργατική τάξη ότι το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, με δεδομένο τον σεχταρισμό και την προδοσία του ΚΚΕ, προσφέρει μια ευκαιρία για να οργανωθούν παραπέρα οι αγώνες και να προβληθούν αιτήματα τα οποία είναι πιο ριζοσπαστικά και έρχονται σε άμεση αντιπαράθεση με την αστική διαχείριση την οποία έχουν αποδεχθεί και οι δυο ηγεσίες, του ΚΚΕ και του ΣΥΡΙΖΑ. Η μια με τον απομονωτισμό της και η άλλη με την ενσωμάτωσή της. Και στο μέτρο που δεν υπάρχει ένα μαζικό εργατικό κόμμα με διαφορετική πολιτική δεν απομένει άλλη επιλογή παρά η πρόσβαση στις μάζες της εργατικής τάξης μέσα από τις τάξεις του ΣΥΡΙΖΑ. Θα ήθελε το ΚΚΕ αυτός ο διάλογος να γίνεται στην δική του Κεντρική Επιτροπή και στις δικές του ΚΟΒ;
Αυτό που μας μάρανε είναι αν η χώρα θα «μείνει» ή όχι στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ. φυσικά, σαν προγραμματικό αίτημα πρέπει να έχουμε την αποχώρηση από ΝΑΤΟ, ΕΕ, ευρωζώνη και όλους τους ιμπεριαλιστικούς συνασπισμούς. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν το έχει σαν προγραμματικό αίτημα όπως δεν έχει και την κρατικοποίηση του τραπεζικού συστήματος κάτω από εργατικό έλεγχο χωρίς καμιά αποζημίωση. Αυτά είναι γνωστά. Αλλά αν επιμείνουμε σε ένα καθαρό μεταβατικό πρόγραμμα (που εξάλλου καν δεν έχει το ΚΚΕ) τότε δεν θα υπάρχει πολιτικό κόμμα που το υποστηρίζει. Υπάρχει ο ΣΥΡΙΖΑ που προβάλλει ορισμένες διεκδικήσεις και ορισμένα αιτήματα. Αυτά τα αιτήματα δεν αφήνουν αδιάφορη την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα. Εκεί λοιπόν βρίσκεται η ευκαιρία μας όχι να διαγράψουμε συνολικά τον ΣΥΡΙΖΑ αλλά με την κριτική μας στήριξη να μιλήσουμε στα μέλη του και τους ψηφοφόρους του για την ανάγκη μιας ριζοσπαστικής πολιτικής στον βαθμό που και αυτά ακόμα τα αιτήματα του ΣΥΡΙΖΑ είναι αδύνατο να πραγματοποιηθούν στις σημερινές συνθήκες.
24/12/2014
«Αντίθετα, η παρέμβαση του ΚΚΕ εστιάζει στα θεμελιώδη εκείνα ζητήματα από τα οποία καθορίζεται πραγματικά η ζωή των εργαζομένων. Αναδεικνύει την αναγκαιότητα σφυρηλάτησης του αντικαπιταλιστικού-αντιμονοπωλιακού προσανατολισμού της Λαϊκής Συμμαχίας. Η παρέμβαση αυτή στοχεύει στην αντιμετώπιση της μοιρολατρίας, των μειωμένων απαιτήσεων, του αφοπλισμού της εργατικής-λαϊκής πάλης. Το ΚΚΕ προβάλλει ότι η αναγκαιότητα της πάλης για την ανάκτηση των εργατικών-λαϊκών απωλειών δεν υποτάσσεται στη συναίνεση της εργατικής-λαϊκής πάλης απέναντι σε κάποια από τις μορφές της αστικής διαχείρισης. Έχει πολιτική αυτοτέλεια και συνδέεται με την πάλη για ν’ αλλάξει ο συσχετισμός δυνάμεων, ν’ ανοίξει ο δρόμος για την ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών.» (2014, τεύχος 6).
Μόνον το ΚΚΕ ξέρει το νόημα του «αντικαπιταλιστικού – αντιμονοπωλιακού» προσανατολισμού της Λαϊκής Συμμαχίας. Υπάρχει στην εποχή του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού κάτι διαφορετικό στον αντιμονοπωλιακό προσανατολισμό που δεν υπάρχει στον αντικαπιταλιστικό; Δεν έχει γενικευθεί η μετάβαση από τον καπιταλισμό του ανταγωνισμού στον καπιταλισμό των μονοπωλιακών ομίλων και της συγχώνευσης του βιομηχανικού και τραπεζιτικού κεφαλαίου; Αυθαίρετα αντικαταστάθηκε το πρώην αντικαπιταλιστικό – αντιιμπεριαλιστικό μέτωπο με το αντικαπιταλιστικό – αντιμονοπωλιακό προσανατολισμό και το ΑΑΔΜ με την Λαϊκή Συμμαχία.
Διαβάζουμε ότι «η αναγκαιότητα της πάλης για την ανάκτηση των εργατικών-λαϊκών απωλειών» έχει «πολιτική αυτοτέλεια και συνδέεται με την πάλη για ν’ αλλάξει ο συσχετισμός δυνάμεων». Πως εκφράζεται η «πολιτική αυτοτέλεια»; Μονοπωλείται από το ΚΚΕ ή είναι ακριβώς το ζητούμενο του ενιαίου μετώπου των εργαζομένων; Σημαίνει αυτό ότι οι αγώνες των εργαζομένων δεν μπορούν να μπαίνουν στο τραπέζι σαν διαπραγματευτικά όπλα στους εκλογικούς συσχετισμούς; Αυτή είναι μια πολύ αφελής προσέγγιση τόσο στην πολιτική όσο και στο βάθεμα της οικονομικής κρίσης του καπιταλισμού.
Από μόνοι τους οι αγώνες της εργατικής τάξης δεν έχουν κατ’ αρχήν καμιά πολιτική αυτοτέλεια, είναι καθαρά οικονομικοί αγώνες εκτός και αν εντάσσονται σε ένα ευρύτερο πολιτικό πλαίσιο, πράγμα για το οποίο είναι απαραίτητη η οργάνωση της εργατικής τάξης ή τουλάχιστον της πρωτοπορίας της σε ένα επαναστατικό κόμμα. Αλλά το επαναστατικό κόμμα με την σειρά του, για να αλλάξει τον «συσχετισμό δυνάμεων» δεν μπορεί να το κάνει χωρίς να προτείνει μεταβατικά προγραμματικά μέτρα και μια κυβέρνηση των εργαζομένων. Κάθε άλλη επιλογή είναι στην ουσία της σεχταριστική και αναχωρητική. Περιμένει ν’ αλλάξει ο συσχετισμός δυνάμεων χωρίς να καταλαβαίνει πως έχει ήδη αλλάξει με το βάθεμα της κρίσης του καπιταλισμού και πως ευρύτερα κοινωνικά στρώματα έχουν ήδη ριζοσπαστικοποιηθεί.
Πως είναι δυνατόν «ν’ ανοίξει ο δρόμος για την ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών» χωρίς να έχει ανοίξει πρώτα ο δρόμος για το Ενιαίο Μέτωπο της εργατικής τάξης στη βάση; Χωρίς να έχει υλοποιηθεί η βασική αρχή του Ενιαίου Μετώπου ότι «χτυπάμε μαζί, βαδίζουμε χώρια»; Και αν ο «συσχετισμός δυνάμεων» δεν είναι σήμερα ευνοϊκός, στο χειρότερο σημείο της κρίσης του καπιταλισμού, πότε θα είναι;
Η Λαϊκή Συμμαχία υποτίθεται ότι είναι μια «παρέμβαση» (!) η οποία «στοχεύει στην αντιμετώπιση της μοιρολατρίας, των μειωμένων απαιτήσεων, του αφοπλισμού της εργατικής-λαϊκής πάλης». Που ακριβώς υπάρχει μοιρολατρία δεν το γνωρίζουμε. Για τον «αφοπλισμό της εργατικής-λαϊκής πάλης» η άποψή μας είναι ότι οι εναιαομετωπικές πρωτοβουλίες (που δεν είναι διαδικασίες κορυφής ή εκλογικές διαδικασίες) έχουν την δική τους αυτοτέλεια που κανείς δεν αρνείται –χωρίς όμως αυτό να σημαίνει αυτόματα ότι παράγουν πολιτικά αποτελέσματα. Το αν παράγουν ή όχι πολιτικά αποτελέσματα εξαρτάται από το ποια αιτήματα υπάρχουν και αν η πάλη έχει μαζικότητα και συνέχεια. Αφοπλίζουμε άραγε την εργατική πάλη όταν η λαϊκή συναίνεση δίνεται σε μέτωπα της αριστεράς ή της δίνουμε μια πολιτική διέξοδο; Λέμε στις μάζες να στηρίξουν άκριτα ένα κόμμα ή ένα συνασπισμό δυνάμεων ή αντίθετα τους λέμε με την πάλη τους να διευρύνουν τον ορίζοντα της πολιτικής αντιπαράθεσης και να τεθούν πιο προχωρημένα και πιο βαθειά αιτήματα στους αγώνες;
Εσκεμμένα το ΚΚΕ αγνοεί ορισμένα πράγματα. Ότι πχ δεν είναι δυνατόν η εργατική τάξη να κατακτήσει την εξουσία χωρίς η πρωτοπορία της, μοιρασμένη σε διαφορετικά κόμματα, να προχωρήσει σε συμμαχίες, άλλοτε πρόσκαιρες και άλλοτε πιο μόνιμες. Άλλοτε χρήσιμες και σταθερές και άλλοτε λιγότερο χρήσιμες και ασταθείς. Αλλά κανένας σύμμαχος, ασφαλώς, δεν περισσεύει. Αυτές οι συμμαχίες δεν έχουν, φυσικά, κανένα νόημα παρά μόνο αν γίνονται στη βάση και περιλαμβάνουν μεγάλα τμήματα της εργατικής τάξης. Δεν έχουν κανένα νόημα παρά μόνο αν γίνονται με βάση προγραμματικά αιτήματα τα οποία μπορούν ν’ αποτελέσουν αντικείμενο διαλόγου. Στην ουσία (α) τα αιτήματα πρέπει να είναι μεταβατικά αιτήματα που οδηγούν από την σημερινή κατάσταση στο αύριο της σοσιαλιστικής επανάστασης και (β) κάθε αίτημα, ακόμα και το παραμικρό είναι αδύνατο να πραγματοποιηθεί στη σημερινή κατάσταση και επομένως γίνεται αναγκαστικά ένα μεταβατικό αίτημα. Αυτό δεν σημαίνει ότι περιοριζόμαστε σε ένα μίνιμουμ πρόγραμμα όπως κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ. Σημαίνει όμως ότι τα αιτήματά μας είναι τέτοια ώστε: (α) Να δίνουν την σωστή προοπτική στους αγώνες της εργατικής τάξης και των συμμάχων της και (β) να δείχνουν πως η αστική διαχείριση και η ικανοποίησή τους στα πλαίσια του καπιταλισμού είναι αδύνατη. διαβάζουμε επίσης:
«Συστατικό στοιχείο της παρέμβασης του ΚΚΕ αποτελεί και η ανάδειξη της ουσίας των πολιτικών εξελίξεων και αντιπαραθέσεων υπό το πρίσμα των οικονομικών εξελίξεων που αποτελούν το γενικό υπέδαφος πάνω στο οποίο αναπτύσσονται. Η ανάδειξη αυτής της ουσίας είναι απαραίτητη για τη διατήρηση της πολιτικής ανεξαρτησίας του εργατικού κινήματος σε συνθήκες κατά τις οποίες αυξάνεται αντικειμενικά η πίεση πολιτικού ευνουχισμού του μέσω της στοίχισης πίσω από τον έναν ή τον άλλο πόλο της αστικής πολιτικής».
Και πάλι, ποια «πολιτική ανεξαρτησία» έχει το εργατικό κίνημα πέρα και έξω από πολιτικούς φορείς είναι άγνωστο. Η «διατήρηση της πολιτικής ανεξαρτησίας του εργατικού κινήματος» λανσάρεται πρώτη φορά από το ΚΚΕ και έχει, βέβαια, σαν σκοπό τον απομονωτισμό και τον αναχωρητισμό από τον μάταιο τούτο κόσμο. Όταν αλλάξει ο συσχετισμός δυνάμεων, όταν η εργατική τάξη και η «λαϊκή συμμαχία» υιοθετήσουν πέρα για πέρα τον σοσιαλισμό, όταν το 99% του λαού πιστέψει πως ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, τότε θα έχει έλθει πραγματικά το πλήρωμα του χρόνου και η σωτηρία σαν μάννα εξ’ ουρανού. Δηλαδή ποτέ.
Η σοσιαλδημοκρατία θα κάνει τα πάντα για να ποδηγετήσει το εργατικό κίνημα, να δημιουργήσει «συνθήκες κατά τις οποίες αυξάνεται αντικειμενικά η πίεση πολιτικού ευνουχισμού του μέσω της στοίχισης πίσω από τον έναν ή τον άλλο πόλο της αστικής πολιτικής». Αλλά από τον «ένα» μέχρι τον «άλλο» πόλο της αστικής πολιτικής η απόσταση μπορεί να είναι μεγάλη και επίσης μπορεί να μην είναι δεδομένο ότι έχουμε καν δυο πόλους της αστικής πολιτικής. Πρώτον, ο δεύτερος πόλος της αστικής πολιτικής μπορεί να είναι το ίδιο το ΚΚΕ που θέλει να μένει στο 5%. Δεύτερον, η ταξική φυσιογνωμία του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι καθόλου δεδομένη γιατί είναι ένα κόμμα που ανέβηκε εκλογικά σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα κάτω από την πίεση της κρίσης του καπιταλισμού και την διάλυση της παραδοσιακής σοσιαλδημοκρατίας. Αλλά ακόμη και με τα μίνιμουμ αιτήματά του έρχεται σε αντιπαράθεση με τον καπιταλισμό και την Ευρωπαϊκή αστική τάξη που δεν σταματά να τρομοκρατεί για διακοπή της χρηματοδότησης, απειλή της πολιτικής σταθερότητας κλπ. Αν το εργατικό κίνημα με την πάλη του, αντί να βρεθεί ευνουχισμένο από τον ΣΥΡΙΖΑ βρεθεί να θέτει ολοένα και πιο προχωρημένα αιτήματα αυτό θα είναι κακό; Το ερώτημα είναι ποια πρωτοπορία θα αναδειχθεί μέσα από το εργατικό κίνημα η οποία θα θέσει μεταβατικά προγραμματικά αιτήματα που ξεπερνούν την σημερινή ή την αυριανή πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ και οδηγούν σε μια κυβέρνηση των εργαζομένων.
«Ας σταθούμε για παράδειγμα στην αντιπαράθεση μεταξύ κυβέρνησης και ΣΥΡΙΖΑ στη ΔΕΘ, η οποία σημάδεψε και την επόμενη περίοδο. Εκεί αποδείχτηκε με τρανταχτό τρόπο ότι και οι δύο πόλοι αποδέχονται ως αναγκαία τα μέτρα απαξίωσης της εργατικής δύναμης που πάρθηκαν τα τελευταία χρόνια. Αυτή η αποδοχή κρύβεται τόσο πίσω από τις κυβερνητικές θριαμβολογίες περί «σωτηρίας της πατρίδας», όσο και πίσω από την απουσία κάθε υπόσχεσης άρσης του πυρήνα των μέτρων αυτών από το ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος μάλλον ανακουφισμένος δείχνει που αυτά τα μέτρα πέρασαν από κυβερνήσεις άλλων κομμάτων».
Ενώ το ΚΚΕ ενοχλήθηκε τόσο πολύ που αποφάσισε να κατεβάσει το ΠΑΜΕ στους δρόμους σε ανένδοτο ταξικό αγώνα με στόχο την ανατροπή του καπιταλισμού. Και ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ έχει τα μέτρα μπροστά του, όπως αποδεικνύεται τώρα και όχι πίσω του, το ΚΚΕ εμμένει στην ίδια πολιτική. Δεν υπάρχει φυσικά μεγαλύτερος φαρισαϊσμός. Δεν διαφωνούμε ότι «[ο]ι πράξεις του [ΣΥΡΙΖΑ] δείχνουν ότι έχει συνειδητοποιηθεί πως η «πρωτιά» στις αστικές εκλογές κρίνεται σε μεγάλο βαθμό στα σαλόνια των καπιταλιστών. Εκεί παίζεται το μεγάλο «παιχνίδι», εκεί δίνει εξετάσεις ο ΣΥΡΙΖΑ.» Δεν διαφωνούμε ότι η ηγετική ομάδα έχει το δικό της πρόγραμμα όπως άλλωστε και το πρόγραμμα της ηγεσίας του ΚΚΕ είναι να παραμένει μόνιμα στο 5%. Δεν μπορούμε να επηρεάσουμε τις ηγετικές ομάδες στην ροπή τους προς τον ρεφορμισμό ή τον οπορτουνισμό και την άρνηση του σοσιαλισμού ή της πάλης της εργατικής τάξης. Αυτά βρίσκονται έξω από τις δικές μας δυνατότητες. Είναι, ωστόσο, μέσα στις δικές μας δυνατότητες να αγωνιζόμαστε για να δείχνουμε στην εργατική τάξη ότι το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, με δεδομένο τον σεχταρισμό και την προδοσία του ΚΚΕ, προσφέρει μια ευκαιρία για να οργανωθούν παραπέρα οι αγώνες και να προβληθούν αιτήματα τα οποία είναι πιο ριζοσπαστικά και έρχονται σε άμεση αντιπαράθεση με την αστική διαχείριση την οποία έχουν αποδεχθεί και οι δυο ηγεσίες, του ΚΚΕ και του ΣΥΡΙΖΑ. Η μια με τον απομονωτισμό της και η άλλη με την ενσωμάτωσή της. Και στο μέτρο που δεν υπάρχει ένα μαζικό εργατικό κόμμα με διαφορετική πολιτική δεν απομένει άλλη επιλογή παρά η πρόσβαση στις μάζες της εργατικής τάξης μέσα από τις τάξεις του ΣΥΡΙΖΑ. Θα ήθελε το ΚΚΕ αυτός ο διάλογος να γίνεται στην δική του Κεντρική Επιτροπή και στις δικές του ΚΟΒ;
Αυτό που μας μάρανε είναι αν η χώρα θα «μείνει» ή όχι στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ. φυσικά, σαν προγραμματικό αίτημα πρέπει να έχουμε την αποχώρηση από ΝΑΤΟ, ΕΕ, ευρωζώνη και όλους τους ιμπεριαλιστικούς συνασπισμούς. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν το έχει σαν προγραμματικό αίτημα όπως δεν έχει και την κρατικοποίηση του τραπεζικού συστήματος κάτω από εργατικό έλεγχο χωρίς καμιά αποζημίωση. Αυτά είναι γνωστά. Αλλά αν επιμείνουμε σε ένα καθαρό μεταβατικό πρόγραμμα (που εξάλλου καν δεν έχει το ΚΚΕ) τότε δεν θα υπάρχει πολιτικό κόμμα που το υποστηρίζει. Υπάρχει ο ΣΥΡΙΖΑ που προβάλλει ορισμένες διεκδικήσεις και ορισμένα αιτήματα. Αυτά τα αιτήματα δεν αφήνουν αδιάφορη την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα. Εκεί λοιπόν βρίσκεται η ευκαιρία μας όχι να διαγράψουμε συνολικά τον ΣΥΡΙΖΑ αλλά με την κριτική μας στήριξη να μιλήσουμε στα μέλη του και τους ψηφοφόρους του για την ανάγκη μιας ριζοσπαστικής πολιτικής στον βαθμό που και αυτά ακόμα τα αιτήματα του ΣΥΡΙΖΑ είναι αδύνατο να πραγματοποιηθούν στις σημερινές συνθήκες.
24/12/2014