Το άρθρο του σ. Σκούφογλου είναι εξαιρετικό και θέτει τις μεταβατικές διεκδικήσεις σε μια σωστή βάση αλλά με σοβαρότατες ελλείψεις, ακροβασίες και λάθη.
«Για παράδειγμα, αν οι εργαζόμενοι θέλουν να υπερασπιστούν το εισόδημά τους, θα πρέπει να αρνηθούν να πληρώσουν το δημόσιο χρέος. Πράγμα που δεν μπορεί παρά να σημαίνει ότι το χρέος πρέπει να διαγραφεί (γιατί κανείς άλλος δεν πρόκειται να το πληρώσει), ανεξαρτήτως των φαντασιώσεων επαναδιαπραγμάτευσης που τρέφει το επιτελείο του ΣΥΡΙΖΑ ή άλλοι επίδοξοι σωτήρες της λεγόμενης εθνικής οικονομίας. Αυτό, με τη σειρά του, θα σήμαινε ότι οι τράπεζες πρέπει να εθνικοποιηθούν κάτω από εργατικό έλεγχο, ώστε να αποτραπεί μια μαζική ανάληψη χρημάτων των μεγάλων καταθετών, η οποία θα προκαλούσε γενική κατάρρευση. Κάτι τέτοιο θα ήταν από μόνο του μια μεγάλη πρόκληση απέναντι στην ατομική ιδιοκτησία, μια πρόκληση την οποία η αστική τάξη δεν θα μπορούσε να ανεχτεί, πιθανότατα μποϊκοτάροντας την παραγωγή. Προκειμένου να αντιμετωπίσει μια κατάσταση που θα υπονόμευε και τις πιο στοιχειώδεις ανάγκες της, η εργατική μάζα θα χρειαζόταν τότε την εθνικοποίηση των βασικών τομέων της οικονομίας, χωρίς αποζημίωση, καθώς και μια δημοκρατικά σχεδιασμένη οικονομία. Όμως αυτό δεν θα ήταν πλέον καπιταλισμός, ούτε κάτι που οποιαδήποτε μορφή αστικής εξουσίας θα μπορούσε ποτέ να εφαρμόσει.»
Το Μεταβατικό Πρόγραμμα έχει πάνω απ’ όλα μια εκπαιδευτική αξία για την εργατική τάξη σαν πρωτοπορία των σημερινών αγώνων. Ακόμη και αιτήματα όπως ο λογιστικός έλεγχος του χρέους και η επαναδιαπραγμάτευση αποκτούν μια μεγάλη εκπαιδευτική αξία γιατί, αν δεν γίνουν ή αν γίνουν και αποτύχουν, δείχνουν με τον καλύτερο τρόπο τα αδιέξοδα του σημερινού καπιταλισμού όχι μόνον στην Ελλάδα αλλά και στην ΕΕ. Με την σειρά της ενώ είναι σωστό ότι «οι τράπεζες πρέπει να εθνικοποιηθούν κάτω από εργατικό έλεγχο, ώστε να αποτραπεί μια μαζική ανάληψη χρημάτων των μεγάλων καταθετών» οι καταθέσεις των μικρών καταθετών πρέπει να προστατευθούν και παράλληλα πρέπει να απαντηθεί το ερώτημα πως θα διασφαλισθεί σταθερό νόμισμα. Το σταθερό νόμισμα είναι προαπαιτούμενο για τον οικονομικό σχεδιασμό και την παραγωγική ανασυγκρότηση της οικονομίας και η επαναστατική αριστερά δείχνει να το αγνοεί εφόσον δεν έχει λύση στο πρόβλημα. Εξάλλου η σταθερότητα του νομίσματος με πειστικά μέτρα συνιστά απάντηση στις αγωνίες της διαλυμένης μεσαίας τάξης και άλλων στρωμάτων σχετικά με τις συνέπειες της αποχώρησης από το ευρώ μετά από μια άρνηση πληρωμής του δημόσιου χρέους. Δεν είναι καθόλου προφανές με τις σημερινές συνθήκες του εργατικού κινήματος ότι «η εργατική μάζα θα χρειαζόταν τότε την εθνικοποίηση των βασικών τομέων της οικονομίας, χωρίς αποζημίωση, καθώς και μια δημοκρατικά σχεδιασμένη οικονομία». Αυτό πρέπει να είναι το ζητούμενο, όχι το προαπαιτούμενο σε μια συζήτηση σχετικά με το χρέος.
Η συζήτηση ότι «αυτό δεν θα ήταν πλέον καπιταλισμός, ούτε κάτι που οποιαδήποτε μορφή αστικής εξουσίας» βρίσκει την καλύτερη απάντησή του στην περίπτωση της Ισλανδίας. Η αστική τάξη αναγκάστηκε να κινηθεί εναντίον των τραπεζών για να διασώσει προσωρινά τον καπιταλισμό, χωρίς ασφαλώς να προχωρήσει σε «εθνικοποίηση των βασικών τομέων της οικονομίας, χωρίς αποζημίωση» -κάτι που ένα εργατικό κίνημα σε υποχώρηση αναγκάστηκε να δεχτεί, όπως θα το δεχόταν και στην Ελλάδα. Στην Ελλάδα, μεγάλο μέρος της εργατικής τάξης πιστεύει ακόμα στην επαναδιαπραγμάτευση του χρέους που ευαγγελίζεται ο ΣΥΡΙΖΑ. Έχει ερωτήματα σχετικά με τι θα επακολουθήσει αν αποτύχει η επαναδιαπραγμάτευση, όπως είναι βέβαιο. Σ’ αυτά τα ερωτήματα αν η απάντηση είναι «εθνικοποίηση των βασικών τομέων της οικονομίας, χωρίς αποζημίωση, καθώς και μια δημοκρατικά σχεδιασμένη οικονομία» τότε η εργατική τάξη πρέπει να έχει πεισθεί για τη δυνατότητα και την αποτελεσματικότητα αυτής της λογικής αντί να επιλέγει τον εγκλωβισμό σε κυβερνητίστικες λογικές όπως κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ.
Αλλά αυτό δεν είναι καθόλου δεδομένο σήμερα. Εμείς πρέπει να πούμε στην εργατική τάξη για ποιον λόγο αυτό πρέπει να είναι το «σχέδιο Β’ και γιατί μ’ αυτόν τον τρόπο όχι μόνο δεν θα καταστραφεί η οικονομία αλλά ίσα-ίσα θα πραγματοποιηθεί η παραγωγική της ανασυγκρότηση. Η παραγωγική ανασυγκρότηση είναι μια πολύ καλή απάντηση αρκεί να πεισθεί ο λαός και η εργατική τάξη ότι αρκεί «μια δημοκρατικά σχεδιασμένη οικονομία» (τι είναι αυτό άραγε;) για να επιτευχθεί σε βάθος χρόνου. Και αν μεν είναι εφικτή σε βάθος χρόνου τι γίνεται στο μεσοδιάστημα; Πως λύνει η εργατική κυβέρνηση τα προβλήματα των χαμηλών εισοδημάτων και της ύφεσης; Στους τομείς αυτούς δεν υπάρχει μια αξιόπιστη απάντηση και ένα επεξεργασμένο πρόγραμμα που να αποτελεί ακριβώς
«ένα σύστημα μεταβατικών διεκδικήσεων, που να ξεκινούν από τις σημερινές συνθήκες και από τη σημερινή συνείδηση των πλατιών στρωμάτων της εργατικής τάξης, και να οδηγούν αναπότρεπτα στο μοναδικό τελικό σκοπό: την κατάκτηση της εξουσίας από το προλεταριάτο»
όπως γράφει ο Τρότσκι. Το Μεταβατικό Πρόγραμμα του 1938 γράφτηκε σε μια φάση επαναστατικής ανόδου παρά την νίκη του ναζισμού και την αποτυχία της Ισπανικής και Κινέζικης επανάστασης. Η Σταλινική γραφειοκρατία, παρά την πολιτική των λαϊκών μετώπων και τις προδοσίες των εργατικών αγώνων δεν είχε καταφέρει ακόμα, σε αγαστή συνεργασία με τους ιμπεριαλιστές της Δύσης να οδηγήσει το εργατικό κίνημα σε πλήρη υποταγή. Σήμερα τα πράγματα στην ΕΕ είναι πολύ διαφορετικά. Χωρίς αυτό να αναιρεί την ουσία των μεταβατικών αιτημάτων μας αναγκάζει να σκεφτούμε και να διατυπώσουμε εξειδικεύσεις τους.
Συμφωνούμε ότι «ένα πρόγραμμα μπορεί να είναι μεταβατικό μόνο στο βαθμό που εγείρει το ερώτημα της εξουσίας από ταξική σκοπιά» αλλά το ίδιο το ερώτημα πρέπει να εγείρεται σαν μονόδρομος, όπως ακριβώς είναι το ζητούμενό μας. Αλλά αυτό απλώς δεν μπορεί να γίνει αν πρώτα η εργατική τάξη δεν απαλλαγεί από τις αυταπάτες περί «χρηματοδότησης», συνεπειών της στάσης πληρωμών κ.λπ. Αυτά τα μέσα χρησιμοποιεί η αστική τάξη στο σύνολό της για να πολεμήσει άμεσα τους μεταβατικούς στόχους και ακόμα και το ίδιο το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ. Σ’ αυτά τα μέσα που χρησιμοποιεί η αστική τάξη η επαναστατική αριστερά και οι αριστερές συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ δεν έχουν δώσει μια πειστική απάντηση. Η εργατική τάξη δεν είναι πεπεισμένη από την επιχειρηματολογία της επαναστατικής αριστεράς ότι η έξοδος από το ευρώ και την ΕΕ είναι η άμεση απάντηση στην καλυτέρευση του βιοτικού της επιπέδου.
«Το καπιταλιστικό/αστικό κράτος είναι αδύνατο να κατακτηθεί από το εσωτερικό και να μετασχηματιστεί, διαμέσου βαθμιαίων προσαρμογών, σε προλεταριακό· αντιθέτως, η εργατική τάξη χρειάζεται να συγκροτήσει τις δικές της μορφές αυτοοργάνωσης και αυτοδιεύθυνσης και να αναπτύξει τη δική της εξουσία έξω και ενάντια στο αστικό κράτος. Η δυαδικότητα της εξουσίας που προκύπτει με αυτό τον τρόπο δεν μπορεί να λυθεί παρά με μια ευθεία αναμέτρηση». Σύμφωνοι. Πως πραγματοποιείται αυτό αν δεν πάμε προς τα εκεί που βρίσκονται οι μάζες; Θα μιλάμε στον αέρα ελπίζοντας οι μάζες να πιάσουν τα ραδιοκύματα του προγράμματός μας; Αυτό έχει το πλεονέκτημα της καθαρότητας του Μεταβατικού μας Προγράμματος αλλά μια τέτοια πολιτική είναι σαν παίζουμε εν ου παικτοίς, μακριά από τις εργατικές μάζες που βρίσκονται αλλού και όχι στο ακροατήριό μας. Ασφαλώς «η εργατική τάξη χρειάζεται να συγκροτήσει τις δικές της μορφές αυτοοργάνωσης και αυτοδιεύθυνσης» αλλά χωρίς εργατικούς αγώνες αυτό δεν μπορεί να προκύψει. Μορφές αυτοοργάνωσης και αυτοδιεύθυνσης προκύπτουν στην πράξη και όχι στη θεωρία ή μόνον επειδή έχουμε το Μεταβατικό Πρόγραμμα. προκύπτουν από την ίδια την πραγματική διαδικασία των εργατικών αγώνων οι οποίοι ωστόσο έχουν εγκλωβισθεί στην κυβερνητίστικη λογική του ΣΥΡΙΖΑ και την παραπομπή του ζητήματος της εργατικής εξουσίας στις ρωμαϊκές καλένδες του ΚΚΕ.
Τι γίνεται με το όντως ζωτικό «ζήτημα της εργατικής αυτοοργάνωσης και της οικοδόμησης συμβουλίων ή άλλων ανάλογων μορφών (η ιστορία δεν έχει φετιχισμούς ως προς τη μορφή)». Πραγματικά, το ζήτημα των εργατικών συμβουλίων είναι ζήτημα μορφής, δεν επιμένουμε δογματικά σ’ αυτό. Αλλά δεν αποτελεί απάντηση η επιστροφή στην μορφή: «[Δ]εν είναι αλήθεια ότι τέτοιες μορφές δεν έχουν υπάρξει: οι λαϊκές συνελεύσεις του 2011, οι αντιφασιστικές επιτροπές σε γειτονιές, τα εργατικά συμβούλια στη Βοσνία ή οι επιτροπές στην Τυνησία παρέχουν παραδείγματα που δεν είναι καθόλου αμελητέα, έστω και αν κάποια από αυτά είχαν επεισοδιακό μόνο χαρακτήρα. Έδωσε άραγε η αριστερά, ακόμα και οι επαναστατικές οργανώσεις, το βάρος που έπρεπε στην οικοδόμηση και την πολιτική λειτουργία τέτοιων μορφών, ώστε σήμερα να δικαιούται την ετυμηγορία ότι εκ των πραγμάτων αυτές απέτυχαν; Πολύ αμφίβολο.» Το πρόβλημα είναι ακριβώς ότι «είχαν επεισοδιακό μόνο χαρακτήρα» γιατί η εργατική τάξη δεν βρισκόταν στην πρωτοπορία των αγώνων και οι αγώνες αυτοί ήταν επεισοδιακοί, δεν είχαν βάθος, γιατί επικράτησαν άλλοι ιστορικοί τύποι εξόδου από τις οικονομικές και πολιτικές κρίσεις. Η ίδια η έξοδος δεν ήταν και δεν είναι ασφαλώς μόνιμη αλλά σαθρή και οι λαϊκές μάζες θα ξαναβγούν στο προσκήνιο αλλά είναι λάθος να επικαλούμαστε την εμπειρία στην Βοσνία ή Τυνησία για να σταθούμε σε συγκεκριμένες μορφές αυτοοργάνωσης στην Ελλάδα. Αυτό αποτελεί ένα βασικό λάθος στην ανάλυση του σ. Σκούφογλου.
Η ίδια η εκλογική ενίσχυση του ΣΥΡΙΖΑ είναι μια στοιχειώδης μορφή αντίδρασης των λαϊκών στρωμάτων και της ίδιας της εργατικής τάξης. Δεν είναι μια μορφή αυτοοργάνωσης αλλά μια μορφή αντίστασης που δεν έχει ακόμη πραγματικό, υλικό περιεχόμενο στους αγώνες της εργατικής τάξης. Δεν έχουμε μια αυθόρμητη είσοδο των μαζών στο προσκήνιο με αγώνες και κινητοποιήσεις λόγω του εφησυχασμού που έχει επιβάλλει το κοινοβουλευτικό παιγνίδι του ΣΥΡΙΖΑ. Οι συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ επενδύουν στο παιγνίδι αυτό για να κερδίσουν από τα μέσα την εργατική τάξη ξεχνώντας, όπως και ο σ. Σκούφογλου, ότι η πραγματική διεκδίκηση των μαζών και το κέρδισμά τους στις θέσεις μας πρέπει να γίνει στους αγώνες και όχι στα κομματικά γραφεία και τις συνελεύσεις με διαγκωνισμούς για το ποιο πρόγραμμα είναι πιο «επαναστατικό» ή «κομμουνιστικό» από ένα άλλο. Ένα τέλειο πρόγραμμα, όπως ένα καταστρωμένο στην εντέλεια σχέδιο μάχης είναι εντελώς άχρηστο αν δεν έχεις στρατό για να πολεμήσεις τον αντίπαλο.
Ερχόμενοι στο ακανθώδες ζήτημα της «αριστερής κυβέρνησης» σε αντίθεση με την «εργατική κυβέρνηση» ο σ. Σκούφογλου γράφει:
«Στην πραγματικότητα, όμως, μια κυβέρνηση της αριστεράς δεν είναι καθόλου κατ' ανάγκη εργατική· και μια κυβέρνηση που δεν είναι κυβέρνηση των εργαζομένων, δηλαδή δεν λογοδοτεί στα ασυμβίβαστα με το αστικό κράτος συμφέροντα της εργατικής τάξης, είναι ένα μεγάλο ερώτημα αν μπορεί να είναι έστω κυβέρνηση ενάντια στη λιτότητα, εν μέσω μιας παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης». Μια κυβέρνηση της αριστεράς, ασφαλώς, θα πέσει το πολύ σε δυο – τρεις μήνες όταν οι Βρυξέλλες την φέρουν σε αδιέξοδο. Τότε, το ερώτημα θα εγερθεί με όλη του την βαρύτητα. Θέλουν οι μάζες μια επιστροφή στις καπιταλιστικές κυβερνήσεις ή μια πλήρη ρήξη με στόχο την κυβέρνηση των εργαζομένων, που δεν είναι τίποτε άλλο παρά η δικτατορία του προλεταριάτου; Εάν τα πράγματα μείνουν ως έχουν σήμερα στο πεδίο της ταξικής πάλης, η εργατική τάξη θα τρέξει πίσω στους τυχοδιώκτες των αστικών κομμάτων που θα εκλιπαρούν για χρηματοδότηση και Μνημόνια από την ΕΕ και το ΔΝΤ. Το ερώτημα σήμερα για τις μάζες είναι ακριβώς αυτό που έχει σαν αυτονόητο η επαναστατική αριστερά, ότι δηλαδή αν μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ «μπορεί να είναι έστω κυβέρνηση ενάντια στη λιτότητα, εν μέσω μιας παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης»; Ασφαλώς και όχι. Αλλά οι μάζες μαθαίνουν από την πράξη, όχι από τις αφηρημένες θέσεις ή τις εκτιμήσεις μας που είναι σήμερα υψωμένες πολύ πάνω απ’ τα κεφάλια των μαζών. Οι μάζες θα μάθουν απ’ την αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ αλλά το ζήτημα είναι τι ακριβώς θα μάθουν; Ότι ο μόνος δρόμος είναι η κυβέρνηση των εργαζομένων ή αντίθετα ότι μια «κυβέρνηση της αριστεράς» είναι μια μεγάλη αποτυχία;
«Από πολιτική άποψη, αν ένα μεταβατικό πρόγραμμα οδηγεί στο κατώφλι του σοσιαλισμού, μισό μεταβατικό πρόγραμμα δεν οδηγεί στα μισά αυτού του δρόμου, αλλά απολύτως πουθενά. Από αυτή τη σκοπιά, το έδαφος της διαπραγμάτευσης για τη μετωπική συμπόρευση, όπως και η πρόταση που κομίζει σήμερα η ομώνυμη πρωτοβουλία και οι οργανώσεις που την υποστηρίζουν μέσα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ήταν εξαρχής ναρκοθετημένο, γιατί βασιζόταν στην ιδέα μιας μόνιμης πολιτικής συμμαχίας με κοινό πρόγραμμα “μέχρι εκεί που συμφωνούμε”».
Δεν είναι απόλυτα βέβαιο που οδηγεί μισό ή ¼ ενός μεταβατικού προγράμματος χωρίς να εξετάσουμε ποια πολιτικά συνθήματα προβάλλει. Ούτε είναι απόλυτο λάθος μια «μόνιμη πολιτικής συμμαχία με κοινό πρόγραμμα “μέχρι εκεί που συμφωνούμε”». Με αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνουμε συγκλίσεις και συμφωνίες που διαφορετικά θα ήταν αδύνατες και θα μας οδηγούσαν σε μια επαναστατική αριστερά του 1980-1990 και μετέπειτα, δηλαδή στο απόλυτο τίποτε και τον ορισμό της πολυδιάσπασης. Να υιοθετήσουμε στο σύνολό του το Μεταβατικό Πρόγραμμα; Ασφαλώς ναι. Να υιοθετήσουμε μια άλλη πιο σύγχρονη και συμπληρωμένη εκδοχή του; Ασφαλώς ναι αλλά δεν υπάρχει το πολιτικό δυναμικό που να είναι σε θέση ν’ ασχοληθεί στα σοβαρά μ’ ένα τέτοιο μεγάλο έργο. Εξάλλου, όπως ήδη είπαμε, το καλύτερο πρόγραμμα μακριά απ’ τις μάζες είναι, πρακτικά, το χειρότερο. Οι μάζες πρέπει σταδιακά να οδηγηθούν στην αναγκαιότητα του Μεταβατικού Προγράμματος. Αυτό που δεν είναι σωστό στην επαναστατική πολιτική (η «θεωρία των σταδίων») είναι απόλυτα σωστό στον τρόπο με τον οποίο μαθαίνουν οι μάζες. Μαθαίνουν με διαλεκτικό τρόπο, στους αγώνες και στην πρακτική τους εμπειρία και αυτή την διαλεκτική η επαναστατική οργάνωση πρέπει να την ξέρει και να την χρησιμοποιεί. Φυσικά, το “μέχρι εκεί που συμφωνούμε” του σήμερα δεν μπορεί να είναι το ίδιο με το “μέχρι εκεί που συμφωνούμε” του αύριο. Έχει πιο μεγάλη συμφωνία ποιο είναι το μίνιμουμ της συμφωνίας μας και αν αυτό μας οδηγεί προς τις μάζες. Αν μας απομακρύνει απ’ αυτές τότε το λάθος είναι δικό μας και όχι των μαζών. Σημαίνει αυτό να προσαρμοσθούμε στο μίνιμουμ πρόγραμμα που θέλουν αυθόρμητα οι μάζες; Σημαίνει ακριβώς το αντίθετο! Σημαίνει ότι όλες οι συμμαχίες είναι αναγκαίες έστω “μέχρι εκεί που συμφωνούμε” αρκεί αυτό να οδηγεί τις μάζες να κατανοήσουν την αναγκαιότητα της εξουσίας τους και την ανάγκη να πάρουν τα πράγματα στα χέρια τους. Κανείς δεν έχει σήμερα την πολυτέλεια να διαλέγει τις συμμαχίες τους καθώς τα αστικά κόμματα οδηγούν την χώρα στην καταστροφή. Κάθε συμμαχία που συμβάλλει στο ενιαίο μέτωπο είναι όχι μόνον θεμιτή αλλά και απολύτως αναγκαία. Αν δεν συμβάλλει στο ενιαίο μέτωπο τότε πρόκειται για ασκήσεις επί χάρτου και δεν αφορά την ίδια την εργατική τάξη –κατά συνέπεια ούτε και τις επαναστατικές οργανώσεις.
Συμφωνούμε με την διατύπωση του Τρότσκι, σήμερα παρά ποτέ:
«Είναι πιο εύκολο να ανατραπεί ο καπιταλισμός παρά να επιβληθεί πραγματικά η κινητή κλίμακα μισθών και ωρών εργασίας μέσα στα πλαίσια του καπιταλιστικού συστήματος. Καμιά από τις διεκδικήσεις μας δεν θα πραγματωθεί μέσα σε αυτά τα πλαίσια, για αυτό και τις αποκαλούμε μεταβατικές διεκδικήσεις: αυτές εγκαθιστούν μια γέφυρα που μας επιτρέπει να κερδίσουμε τους εργαζόμενους, και μια πραγματική γέφυρα για να πάμε στη σοσιαλιστική επανάσταση. Όλο το πρόβλημα είναι να ξέρουμε πώς να κινητοποιήσουμε τις μάζες για τον αγώνα».
Αν με τις διεκδικήσεις αυτές πραγματικά κερδίζουμε τους εργαζόμενους, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Αν όμως τα αιτήματα αυτά δεν κινητοποιούν τις μάζες στις επαναστατικές οργανώσεις αλλά τις σπρώχνουν στον ρεφορμισμό, όπως είναι η φυσική τάση, πρέπει να προσαρμόσουμε τις γέφυρες ή να επιλέξουμε άλλα αιτήματα στο πνεύμα του Μεταβατικού Προγράμματος. Ένα τέτοιο αίτημα είναι η επαναλειτουργία των επιχειρήσεων που κλείνουν από το ίδιο το κράτος και μια «κυβέρνηση της αριστεράς». Το αίτημα είναι εξίσου απραγματοποίητο στον καπιταλισμό και δίνει μια άμεση διέξοδο στις αγωνίες της εργατικής τάξης για «μέτρα» και «θέσεις». Ο ίδιος ο Τρότσκι το λέει καθαρά: «Όλο το πρόβλημα είναι να ξέρουμε πώς να κινητοποιήσουμε τις μάζες για τον αγώνα». Αν ξέρουμε να λύσουμε το πρόβλημα τότε μπορούμε ν’ απευθυνθούμε με επιτυχία στις μάζες. Αν όχι, εμμένοντας σε μορφές διεκδικήσεων και όχι στην ουσία των διεκδικήσεων, ασφαλώς κάθε κινητοποίηση των μαζών θα είναι αδύνατη. Όπως γράφει ο Τρότσκι: «Το πρώτο πρόβλημα που πρέπει να αντιμετωπίσουμε δεν είναι η κατάσταση πνευμάτων των μαζών, αλλά η αντικειμενική κατάσταση, και το δικό μας καθήκον είναι να φέρουμε τις καθυστερημένες αυτές μάζες αντιμέτωπες με τα καθήκοντα που καθορίζονται από την αντικειμενική κατάσταση, κι όχι από ψυχολογικούς υπολογισμούς [...] Μονάχα κατόπιν θα προσαρμόσουμε αυτές τις διεκδικήσεις, αυτά τα συνθήματα, στον τρόπο σκέψης των μαζών. Να υπολογίζαμε αυτό τον τρόπο σκέψης ως το βασικό γεγονός, αυτό δε θα ανταποκρινόταν σε μια επιστημονική πολιτική, αλλά σε μια συγκυριακή, δημαγωγική ή τυχοδιωκτική πολιτική». Αυτό είναι απόλυτα σωστό. Και ο σ. Σκούφογλου έχει δίκιο όταν γράφει: «Οι συντηρητικότερες προγραμματικές εκδοχές, μάλιστα, αντιστοιχούν και σε μια συντηρητικότερη ρητορική, στο υπόβαθρο της οποίας βρίσκεται κατά κανόνα μια νοηματική διολίσθηση: το μεταβατικό πρόγραμμα γίνεται ένα πρόγραμμα για τη χώρα, για τη σωτηρία ή την ανασυγκρότησή της. Αυτή η ρητορική, που ανέβλυσε πηγαία από το ΕΠΑΜ, από την πάλαι ποτέ πρωτοβουλία των οικονομολόγων και από στελέχη της μετέπειτα προσπάθειας για τη συγκρότηση Επιτροπής Λογιστικού Ελέγχου, καταλήγει τελικά στην παραδοξολογία ότι ένα πρόγραμμα με γνώμονα της ανάγκες της λαϊκής πλειοψηφίας είναι, σε τελική ανάλυση, και το πιο κατάλληλο για να βγάλει τον καπιταλισμό από την κρίση του. Πράγματι, αυτό το μοτίβο έχει γίνει γνωστό από την πρόσφατη ρητορική του ΣΥΡΙΖΑ. Η ουσία της μεταβατικής μεθοδολογίας, όμως, έγκειται στο ότι η κάθε διεκδίκηση της εργατικής τάξης ισοδυναμεί με μια ήττα για την τάξη των καπιταλιστών. Δεν υπάρχει κανενός είδους κοινό καλό για τους εργαζόμενους και τον καπιταλισμό. Το μεταβατικό πρόγραμμα είναι, στην ουσία του, ένα πρόγραμμα για την εργατική τάξη, και καθόλου για τη “χώρα” εν γένει».
Μα δεν μπορεί να υπάρχει κανένα πρόγραμμα που να μπορεί να βγάλει τον καπιταλισμό, και ειδικά τον ελληνικό, από την σημερινή του κρίση. Ακόμα και το μικρότερο και το πιο «προφανές» αίτημα όπως πχ η «καταπολέμηση της φοροδιαφυγής» οδηγεί αναπόδραστα στην κυβέρνηση των εργαζομένων –ή την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ανάλογα με το αν οι μάζες έχουν ή όχι αυταπάτες. Ακόμα και μια επιτροπή λογιστικού ελέγχου η οποία θα κρίνει ότι το 90% του χρέους είναι επαχθές είναι δυνατόν να … βγάλει τον καπιταλισμό από την κρίση του; Οι αστοί οικονομολόγοι θα βγάλουν την εκτίμηση αναληθή και αναξιόπιστη. Κι’ αν ακόμα γίνει δεκτή πως θα την αξιοποιήσει ο ΣΥΡΙΖΑ στις Βρυξέλλες οι οποίες απλώς θα μειδιούν και θα εμμένουν σε νέα Μνημόνια με την χαρακτηριστική καπιταλιστική αδιαφορία και το ύψωμα του φρυδιού; Φυσικά, «[η] ουσία της μεταβατικής μεθοδολογίας […] έγκειται στο ότι η κάθε διεκδίκηση της εργατικής τάξης ισοδυναμεί με μια ήττα για την τάξη των καπιταλιστών». Υπάρχει σήμερα κανένα αίτημα της εν γένει αριστεράς που δεν είναι πραγματικά μεταβατικό ως προς την ουσία του; Θα ανακάμψει η κερδοφορία του κεφαλαίου αν γίνει λογιστικός έλεγχος ή αν ο ΣΥΡΙΖΑ ζητήσει επαναδιαπραγμάτευση του χρέους έστω κι’ αν αυτή γίνει δεκτή; Απ’ το ένα αίτημα στο άλλο μεταβατικό αίτημα, η εργατική τάξη διαπαιδαγωγείται κι’ εκπαιδεύεται. Αιτήματα που μας φαίνονται «μίνιμουμ», στη σημερινή κατάσταση, μπορεί ν’ αποδειχθούν καταστροφικά για την αστική τάξη και καίρια για την συσπείρωση και κινητοποίηση της εργατικής τάξης.
Γράφει ο σ. Σκούφογλου:
«Δεν είναι λίγα τα σενάρια που έχουν διατυπωθεί για τα αντικειμενικά αποτελέσματα που θα είχε η εκλογή μιας αριστερής κυβέρνησης, ιδιαιτέρως αν αυτή, συμπτωματικά ή λόγω της πίεσης που της ασκούν επαναστατικές ομάδες, υιοθετούσε στοιχεία ενός μεταβατικού προγράμματος. Στην αρνητική περίπτωση η αστική τάξη θα την πολεμούσε και έτσι θα άνοιγε αντικειμενικά ένας νέος κύκλος της ταξικής πάλης, στη θετική οι μερικές κατακτήσεις που θα προσέφερε η αριστερή κυβέρνηση θα άνοιγαν την όρεξη των εργαζομένων για αντικαπιταλιστικό αγώνα. Τέτοιας λογικής σεναριολογία ακούσαμε πχ από την πρωτοβουλία των 1000, την ΚΟ Ανασύνταξη ή τροτσκιστικές οργανώσεις της αριστερής πλατφόρμας του ΣΥΡΙΖΑ».
Χωρίς να είμαστε θετικά προσκείμενοι σε τέτοιες οργανώσεις δεν παραγνωρίζουμε το έργο τους. Είναι όμως πραγματικά λανθασμένη η επιχειρηματολογία τους; Είναι πραγματικά λανθασμένη γιατί οι μάζες έχουν ανάγει την λύση των προβλημάτων του καπιταλισμού σε λύση πολιτικών προβλημάτων που δήθεν μπορεί να λύσει ο ΣΥΡΙΖΑ ή να επηρεάσουν τέτοιες οργανώσεις. Αν οι μάζες είχαν πυκνώσει τις τάξεις του ΣΥΡΙΖΑ όχι απογοητευμένες από το ΠΑΣΟΚ αλλά επειδή είχαν πραγματικά ριζοσπαστικοποιηθεί μετά το 2008, η επιχειρηματολογία θα ήταν σωστή αλλά στην σημερινή κατάσταση, απλά δεν είναι. Συμφωνούμε με τον σ. Σκούφογλου στην σωστή του διαπίστωση ότι «δεν μπορούμε να ποντάρουμε απλώς στις αντικειμενικές εξελίξεις την πιθανότητα να ανακύψει μια επαναστατική κατάσταση, πολλώ δε μάλλον την πιθανότητα μια τέτοια επαναστατική κατάσταση να επιλυθεί πράγματι επαναστατικά». Δικό μας καθήκον είναι πραγματικά να υψωθούμε πάνω απ’ την αντικειμενική κατάσταση της συνείδησης των μαζών και να προετοιμάσουμε μια επαναστατική κατάσταση με το πρόγραμμα και την παρέμβασή μας, την ίδια την οργάνωση των εργατικών αγώνων. Ο σ. Σκούφογλου σωστά διαπιστώνει ότι δεν είναι δυνατόν να επηρεάσουν την ρεφορμιστική ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ τα επαναστατικά προγράμματα. Αλλά το ακροατήριό μας δεν είναι οι ηγεσίες αλλά οι μάζες. Αμφιβάλουμε ότι μπορούν να επηρεασθούν με την παρέμβαση των εισοδιστικών οργανώσεων στον ΣΥΡΙΖΑ αλλά τίποτε δεν μπορούμε να αποκλείσουμε a priori έστω κι’ αν του δίνουμε πολύ μικρή πιθανότητα.
Μπορούμε πραγματικά, έξω από τον ΣΥΡΙΖΑ, να κινητοποιήσουμε τις μάζες; Μπορούμε αν απευθυνόμαστε στις μάζες και αν είμαστε παρόντες στους αγώνες. Το πρόβλημα είναι ότι δεν είμαστε και αντί να βρισκόμαστε σε μια στενή συνεργασία με τις εισοδιστικές οργανώσεις, βρισκόμαστε απέναντί τους. Το ίδιο φυσικά ισχύει και γι’ αυτές, πράγμα που εμποδίζει όχι μόνο την ανασυγκρότηση του τροτσκισμού αλλά και την ανασυγκρότηση της εν γένει επαναστατικής αριστεράς. Απόντες ουσιαστικά απ’ τους εργατικούς αγώνες είναι εύκολο δέκα οργανώσεις να έχουν δέκα προγράμματα. Η εμπλοκή και συμμετοχή στο κίνημα είναι, ωστόσο, ο καταλυτικός παράγοντας τόσο για την υιοθέτηση των σωστών αιτημάτων όσο και για την κινητοποίηση των μαζών. Ο σ. Σκούφογλου σπεκουλάρει ότι «δεν μπορούμε να ποντάρουμε απλώς στις αντικειμενικές εξελίξεις την πιθανότητα να ανακύψει μια επαναστατική κατάσταση» έξω απ’ το κίνημα και τους αγώνες. Μέσα στο κίνημα τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Εκεί ασφαλώς θα δει κανείς τις επιφυλάξεις των μαζών απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ, την απέχθεια προς τ’ αστικά κόμματα, την έλλειψη ελπίδας και προοπτικής των μαζών. Πως θα κινητοποιήσουμε αυτές τις μάζες; Λέγοντας «ελάτε στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ» ή «ακολουθήστε το δικό μας επαναστατικό πρόγραμμα με τον ΣΥΡΙΖΑ;». Πως θα πεισθούν οι συνειδητοί εργαζόμενοι του ΠΑΜΕ ν’ ακολουθήσουν οποιαδήποτε απ’ αυτές τις δυο επιλογές; Αυτά είναι τα πραγματικά ανοιχτά προβλήματα σε σχέση με το Μεταβατικό Πρόγραμμα σήμερα.
Σωστά στον επίλογό του ο σ. Σκούφογλου αναφέρεται στην «σύζευξη αντικειμενικών καθηκόντων και υποκειμενικών συνθηκών. Ακριβώς αυτή είναι η λειτουργία του μεταβατικού προγράμματος». Αυτή η λειτουργία, όμως, δεν μπορεί να γίνει σ’ αφηρημένο επίπεδο, εκεί βρίσκεται το λάθος του. Μια τέτοια λειτουργία μπορεί να γίνει μόνο μέσα στις μάζες απ’ τις οποίες σήμερα απουσιάζουμε. Το πρόβλημα δεν είναι να παρουσιάσουμε στις μάζες το Μεταβατικό Πρόγραμμα αλλά να θέσουμε στις μάζες ερωτήματα και αιτήματα που οδηγούν λογικά και αναπόδραστα στην υιοθέτηση του Μεταβατικού Προγράμματος. Αυτό δεν μπορεί να γίνει σε γραφεία και συνεδριάσεις αλλά «από την θεωρία στην πράξη και πίσω στην θεωρία» όπως έγραφε ο Λένιν. Τι σημαίνει αυτό; Ότι η θεωρία και τα συγκεκριμένα αιτήματα (που οδηγούν λογικά και αναπόδραστα στην υιοθέτηση του Μεταβατικού Προγράμματος) δεν μπορούν παρά να γίνουν όχι στο επίπεδο της προγραμματικής ορθοδοξίας αλλά μόνο στο επίπεδο της ενεργού συμμετοχής στους αγώνες και εκεί που βρίσκεται η πρωτοπορία της εργατικής τάξης. Αν έχει κανείς αμφιβολία ότι η πρωτοπορία αυτή βρίσκεται σήμερα στον ΣΥΡΙΖΑ και στο ΚΚΕ τότε έχει απόλυτα άδικο.
Πόσο εύκολο είναι να επηρεασθούν τέτοιες μάζες; Καθόλου εύκολο γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ, μαζί με την πρώην συνδικαλιστική γραφειοκρατία του ΠΑΣΟΚ, καλλιεργούν εκλογικές αυταπάτες όπως και το ΚΚΕ καλλιεργεί αυταπάτες ότι τίποτε δεν μπορεί να γίνει σήμερα και όλα θα λυθούν με την «λαϊκή εξουσία» η οποία θα πέσει απ’ τον ουρανό. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι μπορούμε να υιοθετήσουμε πολλαπλές μορφές δράσεις αν υπάρχει μια στοιχειώδης ενότητα και επικοινωνία των τροτσκιστικών οργανώσεων στον ΣΥΡΙΖΑ (ΔΕΑ και Ξεκίνημα) και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, της ΟΚΔΕ και του ΕΕΚ (το οποίο όλο και περισσότερο, δυστυχώς, καταφεύγει στην απόλυτη μεταφυσική). Θεωρούμε πολύ σημαντική μια παράθεση και εκτίμηση των προοπτικών του εισοδισμού στον ΣΥΡΙΖΑ. Τι απέφερε; Πόσο αποτελεσματική ήταν; Σε τι βοήθησε το κίνημα; Ποια ήταν η παρέμβαση στο κίνημα; Ανάλογα ερωτήματα πρέπει ν’ απαντήσουν η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, η ΟΚΔΕ και το ΕΕΚ. Ανάλογα ερωτήματα πρέπει ν’ απαντήσουν η ΚΟΕ και οι λοιπές οργανώσεις όπως το ΚΚΕ (μ-λ) και το Μ-Λ ΚΚΕ που εμμένουν στις αποφάσεις της 6ης Ολομέλειας του 1934. Χωρίς μια σύνοψη σε όρους Αποτελεσμάτων και Προοπτικών είναι αδύνατο να προχωρήσουμε.
«Για παράδειγμα, αν οι εργαζόμενοι θέλουν να υπερασπιστούν το εισόδημά τους, θα πρέπει να αρνηθούν να πληρώσουν το δημόσιο χρέος. Πράγμα που δεν μπορεί παρά να σημαίνει ότι το χρέος πρέπει να διαγραφεί (γιατί κανείς άλλος δεν πρόκειται να το πληρώσει), ανεξαρτήτως των φαντασιώσεων επαναδιαπραγμάτευσης που τρέφει το επιτελείο του ΣΥΡΙΖΑ ή άλλοι επίδοξοι σωτήρες της λεγόμενης εθνικής οικονομίας. Αυτό, με τη σειρά του, θα σήμαινε ότι οι τράπεζες πρέπει να εθνικοποιηθούν κάτω από εργατικό έλεγχο, ώστε να αποτραπεί μια μαζική ανάληψη χρημάτων των μεγάλων καταθετών, η οποία θα προκαλούσε γενική κατάρρευση. Κάτι τέτοιο θα ήταν από μόνο του μια μεγάλη πρόκληση απέναντι στην ατομική ιδιοκτησία, μια πρόκληση την οποία η αστική τάξη δεν θα μπορούσε να ανεχτεί, πιθανότατα μποϊκοτάροντας την παραγωγή. Προκειμένου να αντιμετωπίσει μια κατάσταση που θα υπονόμευε και τις πιο στοιχειώδεις ανάγκες της, η εργατική μάζα θα χρειαζόταν τότε την εθνικοποίηση των βασικών τομέων της οικονομίας, χωρίς αποζημίωση, καθώς και μια δημοκρατικά σχεδιασμένη οικονομία. Όμως αυτό δεν θα ήταν πλέον καπιταλισμός, ούτε κάτι που οποιαδήποτε μορφή αστικής εξουσίας θα μπορούσε ποτέ να εφαρμόσει.»
Το Μεταβατικό Πρόγραμμα έχει πάνω απ’ όλα μια εκπαιδευτική αξία για την εργατική τάξη σαν πρωτοπορία των σημερινών αγώνων. Ακόμη και αιτήματα όπως ο λογιστικός έλεγχος του χρέους και η επαναδιαπραγμάτευση αποκτούν μια μεγάλη εκπαιδευτική αξία γιατί, αν δεν γίνουν ή αν γίνουν και αποτύχουν, δείχνουν με τον καλύτερο τρόπο τα αδιέξοδα του σημερινού καπιταλισμού όχι μόνον στην Ελλάδα αλλά και στην ΕΕ. Με την σειρά της ενώ είναι σωστό ότι «οι τράπεζες πρέπει να εθνικοποιηθούν κάτω από εργατικό έλεγχο, ώστε να αποτραπεί μια μαζική ανάληψη χρημάτων των μεγάλων καταθετών» οι καταθέσεις των μικρών καταθετών πρέπει να προστατευθούν και παράλληλα πρέπει να απαντηθεί το ερώτημα πως θα διασφαλισθεί σταθερό νόμισμα. Το σταθερό νόμισμα είναι προαπαιτούμενο για τον οικονομικό σχεδιασμό και την παραγωγική ανασυγκρότηση της οικονομίας και η επαναστατική αριστερά δείχνει να το αγνοεί εφόσον δεν έχει λύση στο πρόβλημα. Εξάλλου η σταθερότητα του νομίσματος με πειστικά μέτρα συνιστά απάντηση στις αγωνίες της διαλυμένης μεσαίας τάξης και άλλων στρωμάτων σχετικά με τις συνέπειες της αποχώρησης από το ευρώ μετά από μια άρνηση πληρωμής του δημόσιου χρέους. Δεν είναι καθόλου προφανές με τις σημερινές συνθήκες του εργατικού κινήματος ότι «η εργατική μάζα θα χρειαζόταν τότε την εθνικοποίηση των βασικών τομέων της οικονομίας, χωρίς αποζημίωση, καθώς και μια δημοκρατικά σχεδιασμένη οικονομία». Αυτό πρέπει να είναι το ζητούμενο, όχι το προαπαιτούμενο σε μια συζήτηση σχετικά με το χρέος.
Η συζήτηση ότι «αυτό δεν θα ήταν πλέον καπιταλισμός, ούτε κάτι που οποιαδήποτε μορφή αστικής εξουσίας» βρίσκει την καλύτερη απάντησή του στην περίπτωση της Ισλανδίας. Η αστική τάξη αναγκάστηκε να κινηθεί εναντίον των τραπεζών για να διασώσει προσωρινά τον καπιταλισμό, χωρίς ασφαλώς να προχωρήσει σε «εθνικοποίηση των βασικών τομέων της οικονομίας, χωρίς αποζημίωση» -κάτι που ένα εργατικό κίνημα σε υποχώρηση αναγκάστηκε να δεχτεί, όπως θα το δεχόταν και στην Ελλάδα. Στην Ελλάδα, μεγάλο μέρος της εργατικής τάξης πιστεύει ακόμα στην επαναδιαπραγμάτευση του χρέους που ευαγγελίζεται ο ΣΥΡΙΖΑ. Έχει ερωτήματα σχετικά με τι θα επακολουθήσει αν αποτύχει η επαναδιαπραγμάτευση, όπως είναι βέβαιο. Σ’ αυτά τα ερωτήματα αν η απάντηση είναι «εθνικοποίηση των βασικών τομέων της οικονομίας, χωρίς αποζημίωση, καθώς και μια δημοκρατικά σχεδιασμένη οικονομία» τότε η εργατική τάξη πρέπει να έχει πεισθεί για τη δυνατότητα και την αποτελεσματικότητα αυτής της λογικής αντί να επιλέγει τον εγκλωβισμό σε κυβερνητίστικες λογικές όπως κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ.
Αλλά αυτό δεν είναι καθόλου δεδομένο σήμερα. Εμείς πρέπει να πούμε στην εργατική τάξη για ποιον λόγο αυτό πρέπει να είναι το «σχέδιο Β’ και γιατί μ’ αυτόν τον τρόπο όχι μόνο δεν θα καταστραφεί η οικονομία αλλά ίσα-ίσα θα πραγματοποιηθεί η παραγωγική της ανασυγκρότηση. Η παραγωγική ανασυγκρότηση είναι μια πολύ καλή απάντηση αρκεί να πεισθεί ο λαός και η εργατική τάξη ότι αρκεί «μια δημοκρατικά σχεδιασμένη οικονομία» (τι είναι αυτό άραγε;) για να επιτευχθεί σε βάθος χρόνου. Και αν μεν είναι εφικτή σε βάθος χρόνου τι γίνεται στο μεσοδιάστημα; Πως λύνει η εργατική κυβέρνηση τα προβλήματα των χαμηλών εισοδημάτων και της ύφεσης; Στους τομείς αυτούς δεν υπάρχει μια αξιόπιστη απάντηση και ένα επεξεργασμένο πρόγραμμα που να αποτελεί ακριβώς
«ένα σύστημα μεταβατικών διεκδικήσεων, που να ξεκινούν από τις σημερινές συνθήκες και από τη σημερινή συνείδηση των πλατιών στρωμάτων της εργατικής τάξης, και να οδηγούν αναπότρεπτα στο μοναδικό τελικό σκοπό: την κατάκτηση της εξουσίας από το προλεταριάτο»
όπως γράφει ο Τρότσκι. Το Μεταβατικό Πρόγραμμα του 1938 γράφτηκε σε μια φάση επαναστατικής ανόδου παρά την νίκη του ναζισμού και την αποτυχία της Ισπανικής και Κινέζικης επανάστασης. Η Σταλινική γραφειοκρατία, παρά την πολιτική των λαϊκών μετώπων και τις προδοσίες των εργατικών αγώνων δεν είχε καταφέρει ακόμα, σε αγαστή συνεργασία με τους ιμπεριαλιστές της Δύσης να οδηγήσει το εργατικό κίνημα σε πλήρη υποταγή. Σήμερα τα πράγματα στην ΕΕ είναι πολύ διαφορετικά. Χωρίς αυτό να αναιρεί την ουσία των μεταβατικών αιτημάτων μας αναγκάζει να σκεφτούμε και να διατυπώσουμε εξειδικεύσεις τους.
Συμφωνούμε ότι «ένα πρόγραμμα μπορεί να είναι μεταβατικό μόνο στο βαθμό που εγείρει το ερώτημα της εξουσίας από ταξική σκοπιά» αλλά το ίδιο το ερώτημα πρέπει να εγείρεται σαν μονόδρομος, όπως ακριβώς είναι το ζητούμενό μας. Αλλά αυτό απλώς δεν μπορεί να γίνει αν πρώτα η εργατική τάξη δεν απαλλαγεί από τις αυταπάτες περί «χρηματοδότησης», συνεπειών της στάσης πληρωμών κ.λπ. Αυτά τα μέσα χρησιμοποιεί η αστική τάξη στο σύνολό της για να πολεμήσει άμεσα τους μεταβατικούς στόχους και ακόμα και το ίδιο το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ. Σ’ αυτά τα μέσα που χρησιμοποιεί η αστική τάξη η επαναστατική αριστερά και οι αριστερές συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ δεν έχουν δώσει μια πειστική απάντηση. Η εργατική τάξη δεν είναι πεπεισμένη από την επιχειρηματολογία της επαναστατικής αριστεράς ότι η έξοδος από το ευρώ και την ΕΕ είναι η άμεση απάντηση στην καλυτέρευση του βιοτικού της επιπέδου.
«Το καπιταλιστικό/αστικό κράτος είναι αδύνατο να κατακτηθεί από το εσωτερικό και να μετασχηματιστεί, διαμέσου βαθμιαίων προσαρμογών, σε προλεταριακό· αντιθέτως, η εργατική τάξη χρειάζεται να συγκροτήσει τις δικές της μορφές αυτοοργάνωσης και αυτοδιεύθυνσης και να αναπτύξει τη δική της εξουσία έξω και ενάντια στο αστικό κράτος. Η δυαδικότητα της εξουσίας που προκύπτει με αυτό τον τρόπο δεν μπορεί να λυθεί παρά με μια ευθεία αναμέτρηση». Σύμφωνοι. Πως πραγματοποιείται αυτό αν δεν πάμε προς τα εκεί που βρίσκονται οι μάζες; Θα μιλάμε στον αέρα ελπίζοντας οι μάζες να πιάσουν τα ραδιοκύματα του προγράμματός μας; Αυτό έχει το πλεονέκτημα της καθαρότητας του Μεταβατικού μας Προγράμματος αλλά μια τέτοια πολιτική είναι σαν παίζουμε εν ου παικτοίς, μακριά από τις εργατικές μάζες που βρίσκονται αλλού και όχι στο ακροατήριό μας. Ασφαλώς «η εργατική τάξη χρειάζεται να συγκροτήσει τις δικές της μορφές αυτοοργάνωσης και αυτοδιεύθυνσης» αλλά χωρίς εργατικούς αγώνες αυτό δεν μπορεί να προκύψει. Μορφές αυτοοργάνωσης και αυτοδιεύθυνσης προκύπτουν στην πράξη και όχι στη θεωρία ή μόνον επειδή έχουμε το Μεταβατικό Πρόγραμμα. προκύπτουν από την ίδια την πραγματική διαδικασία των εργατικών αγώνων οι οποίοι ωστόσο έχουν εγκλωβισθεί στην κυβερνητίστικη λογική του ΣΥΡΙΖΑ και την παραπομπή του ζητήματος της εργατικής εξουσίας στις ρωμαϊκές καλένδες του ΚΚΕ.
Τι γίνεται με το όντως ζωτικό «ζήτημα της εργατικής αυτοοργάνωσης και της οικοδόμησης συμβουλίων ή άλλων ανάλογων μορφών (η ιστορία δεν έχει φετιχισμούς ως προς τη μορφή)». Πραγματικά, το ζήτημα των εργατικών συμβουλίων είναι ζήτημα μορφής, δεν επιμένουμε δογματικά σ’ αυτό. Αλλά δεν αποτελεί απάντηση η επιστροφή στην μορφή: «[Δ]εν είναι αλήθεια ότι τέτοιες μορφές δεν έχουν υπάρξει: οι λαϊκές συνελεύσεις του 2011, οι αντιφασιστικές επιτροπές σε γειτονιές, τα εργατικά συμβούλια στη Βοσνία ή οι επιτροπές στην Τυνησία παρέχουν παραδείγματα που δεν είναι καθόλου αμελητέα, έστω και αν κάποια από αυτά είχαν επεισοδιακό μόνο χαρακτήρα. Έδωσε άραγε η αριστερά, ακόμα και οι επαναστατικές οργανώσεις, το βάρος που έπρεπε στην οικοδόμηση και την πολιτική λειτουργία τέτοιων μορφών, ώστε σήμερα να δικαιούται την ετυμηγορία ότι εκ των πραγμάτων αυτές απέτυχαν; Πολύ αμφίβολο.» Το πρόβλημα είναι ακριβώς ότι «είχαν επεισοδιακό μόνο χαρακτήρα» γιατί η εργατική τάξη δεν βρισκόταν στην πρωτοπορία των αγώνων και οι αγώνες αυτοί ήταν επεισοδιακοί, δεν είχαν βάθος, γιατί επικράτησαν άλλοι ιστορικοί τύποι εξόδου από τις οικονομικές και πολιτικές κρίσεις. Η ίδια η έξοδος δεν ήταν και δεν είναι ασφαλώς μόνιμη αλλά σαθρή και οι λαϊκές μάζες θα ξαναβγούν στο προσκήνιο αλλά είναι λάθος να επικαλούμαστε την εμπειρία στην Βοσνία ή Τυνησία για να σταθούμε σε συγκεκριμένες μορφές αυτοοργάνωσης στην Ελλάδα. Αυτό αποτελεί ένα βασικό λάθος στην ανάλυση του σ. Σκούφογλου.
Η ίδια η εκλογική ενίσχυση του ΣΥΡΙΖΑ είναι μια στοιχειώδης μορφή αντίδρασης των λαϊκών στρωμάτων και της ίδιας της εργατικής τάξης. Δεν είναι μια μορφή αυτοοργάνωσης αλλά μια μορφή αντίστασης που δεν έχει ακόμη πραγματικό, υλικό περιεχόμενο στους αγώνες της εργατικής τάξης. Δεν έχουμε μια αυθόρμητη είσοδο των μαζών στο προσκήνιο με αγώνες και κινητοποιήσεις λόγω του εφησυχασμού που έχει επιβάλλει το κοινοβουλευτικό παιγνίδι του ΣΥΡΙΖΑ. Οι συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ επενδύουν στο παιγνίδι αυτό για να κερδίσουν από τα μέσα την εργατική τάξη ξεχνώντας, όπως και ο σ. Σκούφογλου, ότι η πραγματική διεκδίκηση των μαζών και το κέρδισμά τους στις θέσεις μας πρέπει να γίνει στους αγώνες και όχι στα κομματικά γραφεία και τις συνελεύσεις με διαγκωνισμούς για το ποιο πρόγραμμα είναι πιο «επαναστατικό» ή «κομμουνιστικό» από ένα άλλο. Ένα τέλειο πρόγραμμα, όπως ένα καταστρωμένο στην εντέλεια σχέδιο μάχης είναι εντελώς άχρηστο αν δεν έχεις στρατό για να πολεμήσεις τον αντίπαλο.
Ερχόμενοι στο ακανθώδες ζήτημα της «αριστερής κυβέρνησης» σε αντίθεση με την «εργατική κυβέρνηση» ο σ. Σκούφογλου γράφει:
«Στην πραγματικότητα, όμως, μια κυβέρνηση της αριστεράς δεν είναι καθόλου κατ' ανάγκη εργατική· και μια κυβέρνηση που δεν είναι κυβέρνηση των εργαζομένων, δηλαδή δεν λογοδοτεί στα ασυμβίβαστα με το αστικό κράτος συμφέροντα της εργατικής τάξης, είναι ένα μεγάλο ερώτημα αν μπορεί να είναι έστω κυβέρνηση ενάντια στη λιτότητα, εν μέσω μιας παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης». Μια κυβέρνηση της αριστεράς, ασφαλώς, θα πέσει το πολύ σε δυο – τρεις μήνες όταν οι Βρυξέλλες την φέρουν σε αδιέξοδο. Τότε, το ερώτημα θα εγερθεί με όλη του την βαρύτητα. Θέλουν οι μάζες μια επιστροφή στις καπιταλιστικές κυβερνήσεις ή μια πλήρη ρήξη με στόχο την κυβέρνηση των εργαζομένων, που δεν είναι τίποτε άλλο παρά η δικτατορία του προλεταριάτου; Εάν τα πράγματα μείνουν ως έχουν σήμερα στο πεδίο της ταξικής πάλης, η εργατική τάξη θα τρέξει πίσω στους τυχοδιώκτες των αστικών κομμάτων που θα εκλιπαρούν για χρηματοδότηση και Μνημόνια από την ΕΕ και το ΔΝΤ. Το ερώτημα σήμερα για τις μάζες είναι ακριβώς αυτό που έχει σαν αυτονόητο η επαναστατική αριστερά, ότι δηλαδή αν μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ «μπορεί να είναι έστω κυβέρνηση ενάντια στη λιτότητα, εν μέσω μιας παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης»; Ασφαλώς και όχι. Αλλά οι μάζες μαθαίνουν από την πράξη, όχι από τις αφηρημένες θέσεις ή τις εκτιμήσεις μας που είναι σήμερα υψωμένες πολύ πάνω απ’ τα κεφάλια των μαζών. Οι μάζες θα μάθουν απ’ την αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ αλλά το ζήτημα είναι τι ακριβώς θα μάθουν; Ότι ο μόνος δρόμος είναι η κυβέρνηση των εργαζομένων ή αντίθετα ότι μια «κυβέρνηση της αριστεράς» είναι μια μεγάλη αποτυχία;
«Από πολιτική άποψη, αν ένα μεταβατικό πρόγραμμα οδηγεί στο κατώφλι του σοσιαλισμού, μισό μεταβατικό πρόγραμμα δεν οδηγεί στα μισά αυτού του δρόμου, αλλά απολύτως πουθενά. Από αυτή τη σκοπιά, το έδαφος της διαπραγμάτευσης για τη μετωπική συμπόρευση, όπως και η πρόταση που κομίζει σήμερα η ομώνυμη πρωτοβουλία και οι οργανώσεις που την υποστηρίζουν μέσα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ήταν εξαρχής ναρκοθετημένο, γιατί βασιζόταν στην ιδέα μιας μόνιμης πολιτικής συμμαχίας με κοινό πρόγραμμα “μέχρι εκεί που συμφωνούμε”».
Δεν είναι απόλυτα βέβαιο που οδηγεί μισό ή ¼ ενός μεταβατικού προγράμματος χωρίς να εξετάσουμε ποια πολιτικά συνθήματα προβάλλει. Ούτε είναι απόλυτο λάθος μια «μόνιμη πολιτικής συμμαχία με κοινό πρόγραμμα “μέχρι εκεί που συμφωνούμε”». Με αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνουμε συγκλίσεις και συμφωνίες που διαφορετικά θα ήταν αδύνατες και θα μας οδηγούσαν σε μια επαναστατική αριστερά του 1980-1990 και μετέπειτα, δηλαδή στο απόλυτο τίποτε και τον ορισμό της πολυδιάσπασης. Να υιοθετήσουμε στο σύνολό του το Μεταβατικό Πρόγραμμα; Ασφαλώς ναι. Να υιοθετήσουμε μια άλλη πιο σύγχρονη και συμπληρωμένη εκδοχή του; Ασφαλώς ναι αλλά δεν υπάρχει το πολιτικό δυναμικό που να είναι σε θέση ν’ ασχοληθεί στα σοβαρά μ’ ένα τέτοιο μεγάλο έργο. Εξάλλου, όπως ήδη είπαμε, το καλύτερο πρόγραμμα μακριά απ’ τις μάζες είναι, πρακτικά, το χειρότερο. Οι μάζες πρέπει σταδιακά να οδηγηθούν στην αναγκαιότητα του Μεταβατικού Προγράμματος. Αυτό που δεν είναι σωστό στην επαναστατική πολιτική (η «θεωρία των σταδίων») είναι απόλυτα σωστό στον τρόπο με τον οποίο μαθαίνουν οι μάζες. Μαθαίνουν με διαλεκτικό τρόπο, στους αγώνες και στην πρακτική τους εμπειρία και αυτή την διαλεκτική η επαναστατική οργάνωση πρέπει να την ξέρει και να την χρησιμοποιεί. Φυσικά, το “μέχρι εκεί που συμφωνούμε” του σήμερα δεν μπορεί να είναι το ίδιο με το “μέχρι εκεί που συμφωνούμε” του αύριο. Έχει πιο μεγάλη συμφωνία ποιο είναι το μίνιμουμ της συμφωνίας μας και αν αυτό μας οδηγεί προς τις μάζες. Αν μας απομακρύνει απ’ αυτές τότε το λάθος είναι δικό μας και όχι των μαζών. Σημαίνει αυτό να προσαρμοσθούμε στο μίνιμουμ πρόγραμμα που θέλουν αυθόρμητα οι μάζες; Σημαίνει ακριβώς το αντίθετο! Σημαίνει ότι όλες οι συμμαχίες είναι αναγκαίες έστω “μέχρι εκεί που συμφωνούμε” αρκεί αυτό να οδηγεί τις μάζες να κατανοήσουν την αναγκαιότητα της εξουσίας τους και την ανάγκη να πάρουν τα πράγματα στα χέρια τους. Κανείς δεν έχει σήμερα την πολυτέλεια να διαλέγει τις συμμαχίες τους καθώς τα αστικά κόμματα οδηγούν την χώρα στην καταστροφή. Κάθε συμμαχία που συμβάλλει στο ενιαίο μέτωπο είναι όχι μόνον θεμιτή αλλά και απολύτως αναγκαία. Αν δεν συμβάλλει στο ενιαίο μέτωπο τότε πρόκειται για ασκήσεις επί χάρτου και δεν αφορά την ίδια την εργατική τάξη –κατά συνέπεια ούτε και τις επαναστατικές οργανώσεις.
Συμφωνούμε με την διατύπωση του Τρότσκι, σήμερα παρά ποτέ:
«Είναι πιο εύκολο να ανατραπεί ο καπιταλισμός παρά να επιβληθεί πραγματικά η κινητή κλίμακα μισθών και ωρών εργασίας μέσα στα πλαίσια του καπιταλιστικού συστήματος. Καμιά από τις διεκδικήσεις μας δεν θα πραγματωθεί μέσα σε αυτά τα πλαίσια, για αυτό και τις αποκαλούμε μεταβατικές διεκδικήσεις: αυτές εγκαθιστούν μια γέφυρα που μας επιτρέπει να κερδίσουμε τους εργαζόμενους, και μια πραγματική γέφυρα για να πάμε στη σοσιαλιστική επανάσταση. Όλο το πρόβλημα είναι να ξέρουμε πώς να κινητοποιήσουμε τις μάζες για τον αγώνα».
Αν με τις διεκδικήσεις αυτές πραγματικά κερδίζουμε τους εργαζόμενους, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Αν όμως τα αιτήματα αυτά δεν κινητοποιούν τις μάζες στις επαναστατικές οργανώσεις αλλά τις σπρώχνουν στον ρεφορμισμό, όπως είναι η φυσική τάση, πρέπει να προσαρμόσουμε τις γέφυρες ή να επιλέξουμε άλλα αιτήματα στο πνεύμα του Μεταβατικού Προγράμματος. Ένα τέτοιο αίτημα είναι η επαναλειτουργία των επιχειρήσεων που κλείνουν από το ίδιο το κράτος και μια «κυβέρνηση της αριστεράς». Το αίτημα είναι εξίσου απραγματοποίητο στον καπιταλισμό και δίνει μια άμεση διέξοδο στις αγωνίες της εργατικής τάξης για «μέτρα» και «θέσεις». Ο ίδιος ο Τρότσκι το λέει καθαρά: «Όλο το πρόβλημα είναι να ξέρουμε πώς να κινητοποιήσουμε τις μάζες για τον αγώνα». Αν ξέρουμε να λύσουμε το πρόβλημα τότε μπορούμε ν’ απευθυνθούμε με επιτυχία στις μάζες. Αν όχι, εμμένοντας σε μορφές διεκδικήσεων και όχι στην ουσία των διεκδικήσεων, ασφαλώς κάθε κινητοποίηση των μαζών θα είναι αδύνατη. Όπως γράφει ο Τρότσκι: «Το πρώτο πρόβλημα που πρέπει να αντιμετωπίσουμε δεν είναι η κατάσταση πνευμάτων των μαζών, αλλά η αντικειμενική κατάσταση, και το δικό μας καθήκον είναι να φέρουμε τις καθυστερημένες αυτές μάζες αντιμέτωπες με τα καθήκοντα που καθορίζονται από την αντικειμενική κατάσταση, κι όχι από ψυχολογικούς υπολογισμούς [...] Μονάχα κατόπιν θα προσαρμόσουμε αυτές τις διεκδικήσεις, αυτά τα συνθήματα, στον τρόπο σκέψης των μαζών. Να υπολογίζαμε αυτό τον τρόπο σκέψης ως το βασικό γεγονός, αυτό δε θα ανταποκρινόταν σε μια επιστημονική πολιτική, αλλά σε μια συγκυριακή, δημαγωγική ή τυχοδιωκτική πολιτική». Αυτό είναι απόλυτα σωστό. Και ο σ. Σκούφογλου έχει δίκιο όταν γράφει: «Οι συντηρητικότερες προγραμματικές εκδοχές, μάλιστα, αντιστοιχούν και σε μια συντηρητικότερη ρητορική, στο υπόβαθρο της οποίας βρίσκεται κατά κανόνα μια νοηματική διολίσθηση: το μεταβατικό πρόγραμμα γίνεται ένα πρόγραμμα για τη χώρα, για τη σωτηρία ή την ανασυγκρότησή της. Αυτή η ρητορική, που ανέβλυσε πηγαία από το ΕΠΑΜ, από την πάλαι ποτέ πρωτοβουλία των οικονομολόγων και από στελέχη της μετέπειτα προσπάθειας για τη συγκρότηση Επιτροπής Λογιστικού Ελέγχου, καταλήγει τελικά στην παραδοξολογία ότι ένα πρόγραμμα με γνώμονα της ανάγκες της λαϊκής πλειοψηφίας είναι, σε τελική ανάλυση, και το πιο κατάλληλο για να βγάλει τον καπιταλισμό από την κρίση του. Πράγματι, αυτό το μοτίβο έχει γίνει γνωστό από την πρόσφατη ρητορική του ΣΥΡΙΖΑ. Η ουσία της μεταβατικής μεθοδολογίας, όμως, έγκειται στο ότι η κάθε διεκδίκηση της εργατικής τάξης ισοδυναμεί με μια ήττα για την τάξη των καπιταλιστών. Δεν υπάρχει κανενός είδους κοινό καλό για τους εργαζόμενους και τον καπιταλισμό. Το μεταβατικό πρόγραμμα είναι, στην ουσία του, ένα πρόγραμμα για την εργατική τάξη, και καθόλου για τη “χώρα” εν γένει».
Μα δεν μπορεί να υπάρχει κανένα πρόγραμμα που να μπορεί να βγάλει τον καπιταλισμό, και ειδικά τον ελληνικό, από την σημερινή του κρίση. Ακόμα και το μικρότερο και το πιο «προφανές» αίτημα όπως πχ η «καταπολέμηση της φοροδιαφυγής» οδηγεί αναπόδραστα στην κυβέρνηση των εργαζομένων –ή την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ανάλογα με το αν οι μάζες έχουν ή όχι αυταπάτες. Ακόμα και μια επιτροπή λογιστικού ελέγχου η οποία θα κρίνει ότι το 90% του χρέους είναι επαχθές είναι δυνατόν να … βγάλει τον καπιταλισμό από την κρίση του; Οι αστοί οικονομολόγοι θα βγάλουν την εκτίμηση αναληθή και αναξιόπιστη. Κι’ αν ακόμα γίνει δεκτή πως θα την αξιοποιήσει ο ΣΥΡΙΖΑ στις Βρυξέλλες οι οποίες απλώς θα μειδιούν και θα εμμένουν σε νέα Μνημόνια με την χαρακτηριστική καπιταλιστική αδιαφορία και το ύψωμα του φρυδιού; Φυσικά, «[η] ουσία της μεταβατικής μεθοδολογίας […] έγκειται στο ότι η κάθε διεκδίκηση της εργατικής τάξης ισοδυναμεί με μια ήττα για την τάξη των καπιταλιστών». Υπάρχει σήμερα κανένα αίτημα της εν γένει αριστεράς που δεν είναι πραγματικά μεταβατικό ως προς την ουσία του; Θα ανακάμψει η κερδοφορία του κεφαλαίου αν γίνει λογιστικός έλεγχος ή αν ο ΣΥΡΙΖΑ ζητήσει επαναδιαπραγμάτευση του χρέους έστω κι’ αν αυτή γίνει δεκτή; Απ’ το ένα αίτημα στο άλλο μεταβατικό αίτημα, η εργατική τάξη διαπαιδαγωγείται κι’ εκπαιδεύεται. Αιτήματα που μας φαίνονται «μίνιμουμ», στη σημερινή κατάσταση, μπορεί ν’ αποδειχθούν καταστροφικά για την αστική τάξη και καίρια για την συσπείρωση και κινητοποίηση της εργατικής τάξης.
Γράφει ο σ. Σκούφογλου:
«Δεν είναι λίγα τα σενάρια που έχουν διατυπωθεί για τα αντικειμενικά αποτελέσματα που θα είχε η εκλογή μιας αριστερής κυβέρνησης, ιδιαιτέρως αν αυτή, συμπτωματικά ή λόγω της πίεσης που της ασκούν επαναστατικές ομάδες, υιοθετούσε στοιχεία ενός μεταβατικού προγράμματος. Στην αρνητική περίπτωση η αστική τάξη θα την πολεμούσε και έτσι θα άνοιγε αντικειμενικά ένας νέος κύκλος της ταξικής πάλης, στη θετική οι μερικές κατακτήσεις που θα προσέφερε η αριστερή κυβέρνηση θα άνοιγαν την όρεξη των εργαζομένων για αντικαπιταλιστικό αγώνα. Τέτοιας λογικής σεναριολογία ακούσαμε πχ από την πρωτοβουλία των 1000, την ΚΟ Ανασύνταξη ή τροτσκιστικές οργανώσεις της αριστερής πλατφόρμας του ΣΥΡΙΖΑ».
Χωρίς να είμαστε θετικά προσκείμενοι σε τέτοιες οργανώσεις δεν παραγνωρίζουμε το έργο τους. Είναι όμως πραγματικά λανθασμένη η επιχειρηματολογία τους; Είναι πραγματικά λανθασμένη γιατί οι μάζες έχουν ανάγει την λύση των προβλημάτων του καπιταλισμού σε λύση πολιτικών προβλημάτων που δήθεν μπορεί να λύσει ο ΣΥΡΙΖΑ ή να επηρεάσουν τέτοιες οργανώσεις. Αν οι μάζες είχαν πυκνώσει τις τάξεις του ΣΥΡΙΖΑ όχι απογοητευμένες από το ΠΑΣΟΚ αλλά επειδή είχαν πραγματικά ριζοσπαστικοποιηθεί μετά το 2008, η επιχειρηματολογία θα ήταν σωστή αλλά στην σημερινή κατάσταση, απλά δεν είναι. Συμφωνούμε με τον σ. Σκούφογλου στην σωστή του διαπίστωση ότι «δεν μπορούμε να ποντάρουμε απλώς στις αντικειμενικές εξελίξεις την πιθανότητα να ανακύψει μια επαναστατική κατάσταση, πολλώ δε μάλλον την πιθανότητα μια τέτοια επαναστατική κατάσταση να επιλυθεί πράγματι επαναστατικά». Δικό μας καθήκον είναι πραγματικά να υψωθούμε πάνω απ’ την αντικειμενική κατάσταση της συνείδησης των μαζών και να προετοιμάσουμε μια επαναστατική κατάσταση με το πρόγραμμα και την παρέμβασή μας, την ίδια την οργάνωση των εργατικών αγώνων. Ο σ. Σκούφογλου σωστά διαπιστώνει ότι δεν είναι δυνατόν να επηρεάσουν την ρεφορμιστική ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ τα επαναστατικά προγράμματα. Αλλά το ακροατήριό μας δεν είναι οι ηγεσίες αλλά οι μάζες. Αμφιβάλουμε ότι μπορούν να επηρεασθούν με την παρέμβαση των εισοδιστικών οργανώσεων στον ΣΥΡΙΖΑ αλλά τίποτε δεν μπορούμε να αποκλείσουμε a priori έστω κι’ αν του δίνουμε πολύ μικρή πιθανότητα.
Μπορούμε πραγματικά, έξω από τον ΣΥΡΙΖΑ, να κινητοποιήσουμε τις μάζες; Μπορούμε αν απευθυνόμαστε στις μάζες και αν είμαστε παρόντες στους αγώνες. Το πρόβλημα είναι ότι δεν είμαστε και αντί να βρισκόμαστε σε μια στενή συνεργασία με τις εισοδιστικές οργανώσεις, βρισκόμαστε απέναντί τους. Το ίδιο φυσικά ισχύει και γι’ αυτές, πράγμα που εμποδίζει όχι μόνο την ανασυγκρότηση του τροτσκισμού αλλά και την ανασυγκρότηση της εν γένει επαναστατικής αριστεράς. Απόντες ουσιαστικά απ’ τους εργατικούς αγώνες είναι εύκολο δέκα οργανώσεις να έχουν δέκα προγράμματα. Η εμπλοκή και συμμετοχή στο κίνημα είναι, ωστόσο, ο καταλυτικός παράγοντας τόσο για την υιοθέτηση των σωστών αιτημάτων όσο και για την κινητοποίηση των μαζών. Ο σ. Σκούφογλου σπεκουλάρει ότι «δεν μπορούμε να ποντάρουμε απλώς στις αντικειμενικές εξελίξεις την πιθανότητα να ανακύψει μια επαναστατική κατάσταση» έξω απ’ το κίνημα και τους αγώνες. Μέσα στο κίνημα τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Εκεί ασφαλώς θα δει κανείς τις επιφυλάξεις των μαζών απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ, την απέχθεια προς τ’ αστικά κόμματα, την έλλειψη ελπίδας και προοπτικής των μαζών. Πως θα κινητοποιήσουμε αυτές τις μάζες; Λέγοντας «ελάτε στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ» ή «ακολουθήστε το δικό μας επαναστατικό πρόγραμμα με τον ΣΥΡΙΖΑ;». Πως θα πεισθούν οι συνειδητοί εργαζόμενοι του ΠΑΜΕ ν’ ακολουθήσουν οποιαδήποτε απ’ αυτές τις δυο επιλογές; Αυτά είναι τα πραγματικά ανοιχτά προβλήματα σε σχέση με το Μεταβατικό Πρόγραμμα σήμερα.
Σωστά στον επίλογό του ο σ. Σκούφογλου αναφέρεται στην «σύζευξη αντικειμενικών καθηκόντων και υποκειμενικών συνθηκών. Ακριβώς αυτή είναι η λειτουργία του μεταβατικού προγράμματος». Αυτή η λειτουργία, όμως, δεν μπορεί να γίνει σ’ αφηρημένο επίπεδο, εκεί βρίσκεται το λάθος του. Μια τέτοια λειτουργία μπορεί να γίνει μόνο μέσα στις μάζες απ’ τις οποίες σήμερα απουσιάζουμε. Το πρόβλημα δεν είναι να παρουσιάσουμε στις μάζες το Μεταβατικό Πρόγραμμα αλλά να θέσουμε στις μάζες ερωτήματα και αιτήματα που οδηγούν λογικά και αναπόδραστα στην υιοθέτηση του Μεταβατικού Προγράμματος. Αυτό δεν μπορεί να γίνει σε γραφεία και συνεδριάσεις αλλά «από την θεωρία στην πράξη και πίσω στην θεωρία» όπως έγραφε ο Λένιν. Τι σημαίνει αυτό; Ότι η θεωρία και τα συγκεκριμένα αιτήματα (που οδηγούν λογικά και αναπόδραστα στην υιοθέτηση του Μεταβατικού Προγράμματος) δεν μπορούν παρά να γίνουν όχι στο επίπεδο της προγραμματικής ορθοδοξίας αλλά μόνο στο επίπεδο της ενεργού συμμετοχής στους αγώνες και εκεί που βρίσκεται η πρωτοπορία της εργατικής τάξης. Αν έχει κανείς αμφιβολία ότι η πρωτοπορία αυτή βρίσκεται σήμερα στον ΣΥΡΙΖΑ και στο ΚΚΕ τότε έχει απόλυτα άδικο.
Πόσο εύκολο είναι να επηρεασθούν τέτοιες μάζες; Καθόλου εύκολο γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ, μαζί με την πρώην συνδικαλιστική γραφειοκρατία του ΠΑΣΟΚ, καλλιεργούν εκλογικές αυταπάτες όπως και το ΚΚΕ καλλιεργεί αυταπάτες ότι τίποτε δεν μπορεί να γίνει σήμερα και όλα θα λυθούν με την «λαϊκή εξουσία» η οποία θα πέσει απ’ τον ουρανό. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι μπορούμε να υιοθετήσουμε πολλαπλές μορφές δράσεις αν υπάρχει μια στοιχειώδης ενότητα και επικοινωνία των τροτσκιστικών οργανώσεων στον ΣΥΡΙΖΑ (ΔΕΑ και Ξεκίνημα) και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, της ΟΚΔΕ και του ΕΕΚ (το οποίο όλο και περισσότερο, δυστυχώς, καταφεύγει στην απόλυτη μεταφυσική). Θεωρούμε πολύ σημαντική μια παράθεση και εκτίμηση των προοπτικών του εισοδισμού στον ΣΥΡΙΖΑ. Τι απέφερε; Πόσο αποτελεσματική ήταν; Σε τι βοήθησε το κίνημα; Ποια ήταν η παρέμβαση στο κίνημα; Ανάλογα ερωτήματα πρέπει ν’ απαντήσουν η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, η ΟΚΔΕ και το ΕΕΚ. Ανάλογα ερωτήματα πρέπει ν’ απαντήσουν η ΚΟΕ και οι λοιπές οργανώσεις όπως το ΚΚΕ (μ-λ) και το Μ-Λ ΚΚΕ που εμμένουν στις αποφάσεις της 6ης Ολομέλειας του 1934. Χωρίς μια σύνοψη σε όρους Αποτελεσμάτων και Προοπτικών είναι αδύνατο να προχωρήσουμε.